Παρασκευή 5 Φεβρουαρίου 2010

"Ο ξένος Ουγκ"

Ήταν νωρίς για να πάω στο μπαρ, ήταν όμως το μπαρ το μόνο μέρος που ήθελα να πάω. Ο λαιμός ήταν πολύ στεγνός, το μυαλό μου πολύ καθαρό και εγώ δεν άντεχα για πολύ ούτε το ένα ούτε το άλλο. Η πόρτα άρχισε να βγάζει στριγκούς ήχους. Ο τεράστιος Φράνκι μάλλον επίτηδες δεν την λάδωνε. Ήθλε να ξυπνάει όταν μπαίνει πελάτης. Εγώ πολλές φορές παραταύτα τον είχα δει να σηκώνει το βαρύ κεφάλι του από την μπάρα και να το κουνάει πέρα δώθε για να πιάσει σύνθεση με γη. Αυτή τη φορά ο τεράστιος Φράνκι ήταν όρθιος πίσω από την μπάρα και μπροστά του κάθονταν ένα ζευγάρι. Η ξεδοντιάρα Λόλα είχε χωθεί στην αγκαλιά κάποιου μικροκαμωμένου άνδρα. Δεν τον ήξερα. Καινούργιος θα ήταν στην περιοχή, άμαθος. Πλησίασα, έσκασα ένα σχεδόν χαμόγελο, η Λόλα τρίφτηκε στον άγνωστο άνδρα και μου γύρισε την πλάτη. Τι τύχη! Θα με άφηνε στην ησυχία μου.

Πήγα και έκατσα στην άλλη άκρη της μπάρας. Ο τεράστιος Φράνκι δεν άργησε να μου φέρει το bourbon μου και πριν απομακρυνθεί, τον έπιασα με το δεξί χέρι από το μπράτσο, ενώ με το αριστερό άδειασα το ποτήρι στο λαιμό μου. Σε λίγο είχα μπροστά μου ένα σφηνάκι τεκίλα και ένα ακόμη bourbon. Έσβησα το τσιγάρο μου και άρχισα κάπως χαλαρωμένος να στρίβω ένα άλλο. Τα γέλια της Λόλας της ξεδοντιάρας έφταναν κατά κύματα στα αυτιά μου. Μόλις κατέβασα και το σφηνάκι άρχισα να ακούω και τη συνομιλία του ζευγαριού. Ο άνδρας της είπε να μην φωνάζει για να μην τους ακούσω και η Λόλα έσκασε στα γέλια και σχεδόν κραύγασε “αυτός είναι ένας χαμένος μουγγός” γύρισε προς το μέρος μου και τα μάτια της σχεδόν μου πέταξαν σπίθες και συνέχισε “κανείς δεν τον έχει ακούσει τα τρία χρόνια που είναι εδώ, γι' αυτό και τον φωνάζουμε ο ξένος Ουγκ ”.

Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2009

Το βουνό που καπνίζει

Ο στριγκός ήχος της πόρτας έκανε μερικά κεφάλια να γυρίσουν, να κοιτάξουν μηχανικά, να ξαναδούν μόνο το μισοάδειο τους ποτήρι. Κράτησα την πόρτα για λίγο ανοιχτή. Όλες οι γουρουνόφατσες ήταν για μια ακόμη βραδιά μαζεμένες εδώ. Μπορούσα να κάνω στροφή και να φύγω. Χάιδεψα με το αριστερό μου χέρι την εσωτερική δεξιά τσέπη του τζάκετ μου και τα βήματα με οδήγησαν στην μπάρα, στη γωνιά μου. Έσβησα το τσιγάρο που κάπνιζα και έβγαλα να στρίψω άλλο. Ο τεράστιος Φράνκι μου έφερε το ποτό μου. Διπλό bourbon σε χαμηλό ποτήρι με δυο παγάκια. Κατέβασα μια γερή γουλιά. Το λαρύγγι μου την λαχταρούσε από χθες που ξέμεινα επάνω στο βουνό.

Ακουσα μια φωνή να με ρωτάει αν ανέβηκα στο “βουνό που καπνίζει” σήμερα. Ήταν η Λόλα η ξεδοντιάρα, που έχωνε τη μούρη της παντού και που συνέχεια έβρισκε αφορμές για να μου κολλάει. Ως συνήθως εγώ δεν της απάντησα, δεν γύρισα καν να την κοιτάξω και αυτή με πλησίασε ακόμη περισσότερο, τόσο που η αυγουλίλα που ανέδυε το στόμα της έφτασε στα ρουθούνια μου. Μου ήρθε να κάνω εμετό, αλλά δεν σάλεψα. Αν της έδινα προσοχή τώρα, μπορεί να μην έφευγε όλο το βράδυ. Σήκωσα το ποτήρι μου και το άδειασα αργά-αργά, ενώ η ξεδοντιάρα Λόλα μου έλεγε ότι γέννησε η σκύλα της έξι κουτάβια, δύο από τα οποία ήταν κουτσά και ένα άλλο γκαβό. Ήθελε να μου δώσει τα λειψανιάρικα να πάω να τα πνίξω στο ποτάμι.

Τότε πετάχτηκε ο κουφός Χάρι, που καθόταν παραπέρα, να μας πει ότι το ποτάμι έχει φουσκώσει επικίνδυνα, ότι άρχισαν να λιώνουν νωρίτερα φέτος τα χιόνια. Λες κι εγώ δεν το ήξερα. Το αριστερό μου χέρι βρέθηκε να χαιδεύει πάλι την εσωτερική δεξιά τσέπη του τζάκετ μου. Πολύ φασαρία έκαναν όλοι τους σήμερα. Αισθανόμουν σαν να είχαν εισβάλει μιλιούνια μέλισσες στο κεφάλι μου. Διέκρινα την μπάσα φωνή του σερίφη, του χοντρού Τομ, να ρωτάει αν ανέβηκε κανείς τις τελευταίες δυο μέρες στο «βουνό που καπνίζει». Αγνοούνταν δύο έμπειροι περιπατητές, Καναδοί, ένα άντρας και μια γυναίκα, οι οποίοι έφτασαν προχτές στο El Chalten και χτες είχαν ξεκινήσει χαράματα για να φτάσουν στην κορυφή του “βουνού που καπνίζει”. Σήμερα ήταν να πάνε στο El Calafate να περπατήσουν πάνω στον παγετώνα Perito Moreno, αλλά ο βρωμιάρης Ντάνκαν τον ειδοποίησε ότι δεν είχαν επιστρέψει στο πανδοχείο του. Ο έξυπνος Τζέρι χωράτεψε ότι μπορεί να έφυγαν χωρίς να τον πληρώσουν και ο χοντρός Τομ του απάντησε ότι θα ήταν πιθανό, αν δεν είχαν αφήσει πίσω τα διαβατήριά τους και μεγάλο μέρος από τον ακριβό τους εξοπλισμό. Επίσης, το ενδεχόμενο το ζευγάρι να είχε χαθεί το θεωρούσε απίθανο μιας και το μονοπάτι ήταν πολύ καλά σηματοδοτημένο. Και από που ήξερε ο χοντρός Τομ ότι το μονοπάτι ήταν πολύ καλά σηματοδοτημένο; Ούτε αυτός, ούτε κανένας άλλος εδώ μέσα δεν είχαν φτάσει πάνω από τα 400 μ υψόμετρο. Ευκαιρία να πάνε τώρα να ψάξουν το ριψοκίνδυνο ζευγάρι...

Με αυτή τη σκέψη χαλάρωσαν λίγο τα χείλη μου. Η ξεδοντιάρα Λόλα απομακρύνθηκε και μπορούσα πάλι να τραβήξω καθαρές τζούρες καπνού. Να απολαύσω και το bourbon μου. Ήταν το τρίτο ή το τέταρτο ή ... Τι σημασία είχε; Το αριστερό μου χέρι πήγε να χαιδέψει την εσωτερική δεξιά τσέπη του τζάκετ μου, αλλά στα μισά το μετάνιωσε και ακούμπησε πάνω στην μπάρα. Βρήκε το κουτί με τα σπίρτα και άρχισε να παίζει με αυτό. Ήταν άδειο. Ευτυχώς, με το τελευταίο σπίρτο είχα καταφέρει να ανάψω φωτιά εχτές στο πλάτωμα, πριν την Laguna de los tres. Τα στοιχειά της φύσης θεριεύουν στο σκοτάδι και μπορούν να σε ζουρλάνουν, έλεγαν κάποιοι. Εγώ δεν ήμουν μεταξύ αυτών. Συνήθως γινόμουν ένα με ότι με περιέβαλε, το δάσος, τα σύννεφα, τον καπνό. Μόνο τους ανθρώπους δεν άντεχα. Αλλά εχτές ήταν αλλιώτικη βραδιά. Το μαρτυρούσαν οι ήχοι, οι μυρωδιές, ο αέρας. Δεν έκλεισα μάτι. Ούτε η μικρή μου Λούστικα, που δεν σταμάτησε να γρυλίζει. Όταν ανέτειλε ο ήλιος τα πουλιά δεν κελαηδούσαν. Προχώρησα προς την Laguna de los tres, η Λούστικα δεν με ακολούθησε, η σιωπή γινόταν όλο και πιο βαριά. Μέχρι που...

Κατέβασα μονορούφι άλλο ένα ποτό και οι θύμησες απομακρύνθηκαν. Κάποιος βαριανάσαινε δίπλα μου, έκλεβε τον αέρα μου, μυρωδιά ξινισμένου γάλα, ο σερίφης. Ήθελε να μάθει αν ανέβηκα στο “βουνό που καπνίζει”. Η ξεδοντιάρα Λόλα με είχε δώσει στεγνά. Δεν έβρισκα λέξεις να ξεστομίσω. Ο σερίφης θύμωσε και βρόντηξε το χέρι του στην μπάρα. Με διαπότισε η ξινίλα του. Κάτι έπρεπε να του πω για να με αφήσει στην ησυχία μου. «Έξω από το παράθυρο ακούστηκε ένας κρότος όπως όταν ξεκολλάει ένα βαρύ φρούτο από το κλαδί του.» Το αριστερό μου χέρι έσφιξε το όπλο στην εσωτερική δεξιά τσέπη του τζάκετ μου. «Ο κρότος που θα έπρεπε να κάνει το φρούτο πέφτοντας καταγής δεν ακούστηκε».

Δευτέρα 12 Οκτωβρίου 2009

καρδι-οδηγός





""""""""" Μόνο με την καρδιά οδηγείται
του ανθρώπου
η καρδιά
"

Pestalozzi



Τρίτη 29 Σεπτεμβρίου 2009

Αναβάλλω

Παιχνίδι με τις λέξεις

Επιστροφή με παιχνίδι. Το αγαπημένο μου παιχνίδι. Τις λέξεις, που με βασανίζουν. Που τις βασανίζω για να τις ξεστομίσω.
Και ξεκινάω με το "αναβάλλω".


Αναβάλλω να μεταφυτεύσω τα φυτά που μου χάρισε η Μαρία.

Αναβάλλω να ποτίσω τα φυτά που μου χάρισε η Μαρία, γιατί κάθε μέρα σκοπεύω να τα μεταφυτεύσω (στη μεταφύτευση καλλίτερα να είναι στεγνό το χώμα)...


Αναβάλλω
να βάλω κουρτίνες στο καθιστικό και έχω μισοκατεβασμένα τα πατζούρια (είναι πολύ φωτεινό το καινούργιο μου σπίτι)...

Αναβάλλω να ανεβάσω πυρετό, γιατί δεν θέλω να μείνω στο κρεββάτι...

Αναβάλλω να τηλεφωνήσω στη Φρόσω και μερικούς άλλους ...

Αναβάλλω να ολοκληρώσω ένα καθρέφτη-βιτρώ που φτιάχνω για το μπάνιο μου (τελικά δεν είναι και τόσο απαραίτητος ο καθρέφτης στο μπάνιο)...

Αναβάλλω να κανονίσω το επόμενο ταξίδι μου (όλοι οι φίλοι μου ζευγάρωσαν και εγώ έμεινα ανευ ταξιδιωτικής παρέας)...

Αναβάλλω να ερωτευτώ (ξανά)...

Αναβάλλω να πάω στο καινούργιο μαγαζάκι-εργαστήριο της Γιωτούλας μου (το χρυσούλι μου δεν παραπονιέται)...

Αναβάλλω να αφήσω πίσω μου το παρελθόν (γίνεται άραγε αυτό;)...

Αναβάλλω να γράψω την ιστορία που έχω στο μυαλό μου...

Αναβάλλω να εργαστώ (ως δημόσιος υπάλληλος)...

Αναβάλλω να ανεβάσω ανάρτηση (κι όμως ανέβασα)...

Αναβάλλω να κάνω δίαιτα, να κόψω όλα τα φαγάκια που γουστάρω τρελά...

Αναβάλλω να κάνω ένα party (για λίγους)...

Αναβάλλω... Εσείς; Τι αναβάλλετε;

Κυριακή 14 Ιουνίου 2009

Η επιβίωση



Η επιβίωση,
μια βάρκα, σκαρί ψυχένιο.

Φοβάται,
Διστάζει.

Θέλγεται από τα πελάγη,
αφήνεται στα κύματα.

Μπάζει νερά,
αλλά επιπλέει.

Κουπί, το θάρρος,
πανί της, η λιποψυχιά.

Λιμάνι δεν έχει.

Αγκαλιάζει το δείλι,
την κάθε μέρα,
σε άλλη ώρα.
Ξυπνά με αγαποψιθυρίσματα.
Χαίρεται με συντροφιά.
Η επιβίωση,
μια βάρκα,
σκαρί ψυχένιο.

Πέμπτη 30 Απριλίου 2009

Ο φίλος μου, ο καρκίνος

Εγώ και ο φίλος μου, ο καρκίνος, παίζουμε τραμπάλα μεταξύ ζωής και θανάτου, μεταξύ θυμού και γέλιου, μεταξύ πίστης και απελπισίας, μεταξύ σοβαρού και αστείου...
Όταν αυτός ακουμπάει στη γη, εγώ αιωρούμαι
και όταν αυτός αιωρείται, εγώ απολαμβάνω το θόρυβο που κάνει η πρόσκρουσή μου στο χώμα.
Χαίρεται που μου έχει τραβήξει την προσοχή, χαίρομαι που μπορώ να τον ακούω.
Τραμπάλα και χάνεται μέσα σε ότι τον περικλείει.
Τραμπάλα και βρίσκω τα τρίμματα που περικλείω.
Τραμπαλίζουμε,
τρομοκρατούμαστε,
τρανεύουμε.
τρίκι, τρίκι, τρίκι.. τριικ!

Δευτέρα 13 Απριλίου 2009

Η φυγή



Η φυγή ήταν η μοναδική λύση. Σκέφτηκε η Χ καθώς κοίταζε το κόκκινο φανάρι, που έκοβε τη φόρα του μικρού cinquecento της. Έριξε μια ματιά στον καθρέφτη. Όχι δεν την είχε ακολουθήσει “εκείνος”. Μα αυτό το κόκκινο στα μάγουλά της πως βρέθηκε εκεί; Η αγανάκτηση της έκλεισε το λαιμό. Να φύγει γρήγορα, να φύγει! Μακριά, όσο πιο μακριά γινόταν. Γινόταν;

Τα πόδια αλλάζουν έδαφος
όταν το νιώσουν να κουνιέται.

Η Χ άλλαξε γειτονιά, άλλαξε πόλη, άλλαξε ανθρώπους, άλλαξε συνήθειες. Κι όμως “εκείνος” ήταν πάλι εκεί. Μέσα της. Η αγάπη και ο θυμός για “εκείνον”. Τσακώνονταν ποιος είναι πιο δυνατός. Κι έχωναν αηδιαστικά τα δάχτυλά τους στις πληγές της. Αιμορραγούσε. Κοκκίνισε το μικρό cinquecento και την πήγε σε άλλες γειτονιές, άλλες πόλεις, άλλους ανθρώπους, άλλες συνήθειες. Κάπου μακριά θα υπήρχε ένας τόπος για αυτήν. Θα υπήρχε;

Τα πόδια τυφλώνονται
όταν δεν βρίσκουν πουθενά σταθερό έδαφος.

Γύρισε όλο τον κόσμο και δεν είχε που αλλού να πάει. Το μικρό cinquecento την έφερε με το ζόρι στην αρχή, σε “εκείνον”. Τον συνάντησε στο φανάρι. Τον χαιρέτησε και της χαμογέλασε. Άναψε πράσινο, έκανε στο πλάι και πάρκαρε. Στην ίδια γειτονιά, στην ίδια πόλη, στους ίδιους ανθρώπους, στις ίδιες συνήθειες. “Εκείνον” τον άφησε να φύγει. Η Χ μπορούσε, πια, να μείνει.

Τα πόδια ηρεμούν
όταν συνειδητοποιούν ότι αυτά κινούνται και όχι το έδαφος.

Παρασκευή 3 Απριλίου 2009

Γονιός ονείρων


Τα όνειρα κατοικούν στο φως των ματιών.
Ντύνονται σε ροζ τούλια για να ζεσταθούν.
Ταξιδεύουν με χάρτινα καραβάκια στη βροχή
και σκίζονται, αλλά δεν τους νοιάζει...

Είναι σκανδαλιάρικα
και αφελή.
Κολλάνε τσίχλες
στην καρέκλα της δασκάλας.
Τρώνε παγωτό καρπούζι τον χειμώνα.

Κάθε όνειρο έχει ένα γονιό
και πολλούς κηδεμόνες.
Μπερδεύεται,
αλλά χαμογελά.

Τα όνειρα, τα τυχερά ζουν τρεις φορές.
Μια στο μυαλό.
Μια στην καρδιά.
Και μια παίρνουν σάρκα και οστά.

Υπάρχουν και αυτά που πεθαίνουν στη γέννα,
τα πρόωρα, τα άτυχα.

Μόνο ο γονιός που έχει καταφέρει να μεγαλώσει
ένα όνειρο
ξέρει τη δύναμή του,
τη δύναμη της ζωής.

Ένα κοριτσάκι, η Νέλλυ, όταν ήταν 10 χρονών γέννησε ένα όνειρο -χωρίς να το πολυκαταλάβει, είναι η αλήθεια- για να αντέξει τις κοροϊδίες των συμμαθητών της ότι έχει στραβά πόδια. Ένα βράδυ, που ήταν πολύ στεναχωρημένη, ονειρεύτηκε ότι είχε μακριά όμορφα πόδια και όλοι τη θαύμαζαν για αυτά. Το όνειρο αυτό το έβλεπε κάθε βράδυ και την ημέρα το κράταγε στην καρδιά της. Σιγά σιγά έπαψε και να δίνει σημασία στα σχόλια των άλλων παιδιών και αυτά βαρέθηκαν και σταμάτησαν.

Η Νέλλυ στα 17 της ήθελε να γίνει γιατρός, οι συμμαθητές της όμως πάλι την κορόιδευαν, γιατί δεν ήταν καλή μαθήτρια. Ένα απόγευμα, καθισμένη σε ένα παγκάκι, σκεφτόταν τι άλλη δουλειά ήθελε να κάνει και δεν έβρισκε καμία. Τότε έκατσε δίπλα της ένα αγόρι που της είπε ότι έχει πολύ ωραία μακριά πόδια και η Νέλλυ θυμήθηκε το παιδικό της όνειρο. Τον επόμενο καιρό, έβλεπε κάθε βράδυ ότι είναι γιατρός και κάθε μέρα διάβαζε, όσο δεν είχε ξαναδιαβάσει στην ζωή της. Κάπου κάπου άκουγε να λένε «εσύ δεν μπορείς να γίνεις γιατρός», αλλά ήξερε ότι δεν απευθύνονταν σε αυτήν.

Η Νέλλυ στα 25 της έγινε γιατρός και αυτή τη δεύτερη φορά ένιωσε γονιός ονείρων.

Τα όνειρα ζωγραφίζουν διαδρομές.

Παρασκευή 27 Μαρτίου 2009

Το σπίτι της αμφιθυμίας


Εκεί όπου κατοικείς
έχει ένα παράθυρο ανοικτό και άλλο ένα πάντα κλειστό.
Το πρώτο βλέπει στη δύση και το άλλο στην ανατολή.
Το βλέμμα πηγαινοέρχεται.

Εκεί όπου μπαίνεις κάθε μέρα, έχει και πίσω πόρτα για έξοδο κινδύνου.

Εκεί όπου ζεις,
έχει μια ασπρόμαυρη τηλεόραση με χαλασμένη τη φωνή
και μια έγχρωμη με χαλασμένη την εικόνα,
έτσι ευτυχώς, βγαίνεις από το δίλημμα ποια να κρατήσεις και ποια να πετάξεις.
Απλά βλέπεις από την μία και ακούς από την άλλη...
διαφορετικές εκπομπές.

Εκεί όπου ξυπνάς,
έχει ένα διπλό και ένα μονό κρεβάτι.
Κοιμάσαι στο μονό και ξυπνάς με παρέα στο διπλό.
Δεν κατάλαβες ποτέ πως γίνεται αυτό,
αλλά ούτε θέλησες να ρωτήσεις την παρέα σου για να μάθεις.

Εκεί όπου τρως,
έχει ένα πολύ ψηλό και ένα πολύ χαμηλό τραπέζι.
Στο ψηλό κάθεσαι και τα πόδια σου είναι στον αέρα,
στο χαμηλό γίνεσαι ένα με τη γη.
Μα που θα ακουμπήσεις για να σταθείς
μόνο στις μύτες των ποδιών σου;

Εκεί όπου ξεκουράζεσαι,
έχει ένα καινούργιο και έναν παλιό καναπέ.
Ο παλιός αγκαλιάζει κάθε γωνιά του κορμιού σου,
ο καινούργιος σε ισιώνει.
Τρέχεις συνέχεια από τον ένα στον άλλο, μα κανείς δεν σε ικανοποιεί.

Το σπίτι σου είναι μια πολυώροφη μονοκατοικία.
Τι κι αν είναι φτιαγμένο σε ένα επίπεδο;
Εσύ αισθάνεσαι το βάρος πολλών ορόφων τσιμέντου από πάνω σου.
Το μοιράζεσαι με άλλον έναν άνθρωπο, αλλά νομίζεις ότι μένεις μόνος σου.

Αυτό είναι το σπίτι της αμφιθυμίας σου, αγαπημένε μου!

Με μπλε ταβάνι γεμίζει τα νερά των ματιών σου.
Με γκρι τοίχους θωρακίζει τη θλίψη σου.
Το έχτισες με (ι)δανεικά για να τα πουλήσεις.

Εκεί καλείς τους φίλους σου και όταν έρχονται τους διώχνεις -μετάνιωσες.
Εκεί φωνάζεις για να γίνεις ένα με τη σιωπή.
Εκεί μεγαλώνεις από συνήθεια.

Το σπίτι της αμφιθυμίας κατοικεί μέσα σου, αγαπημένε μου!
Είναι ο εαυτός σου,
ο μοναδικός!


Παρασκευή 20 Μαρτίου 2009

"Ομορφιά!"


Η δύναμη μου ως τιμωρία

να αφήνω βουβές τις ανάγκες μου
-ασπρόμαυρη ταινία καταιγίδας-

να προσπαθώ να κουμπώσω παντού
-ακόμη και εκεί που δεν χωράω-

να μένω μόνη μου όταν φοβάμαι
-θεριεύουν οι ανομολόγητες λέξεις-

να προσποιούμαι ικανοποίηση
-πληρώνω του μυαλού το bordello-

να αντέχω τις κατραπακιές
-πονάω, δεν ανδρειώνομαι.
Η δύναμή μου ως αδυναμία.

Λυγίζω.
Παραμορφωμένο κορμί.

Κλαίω.
Παραμορφωμένο πρόσωπο.

Θυμώνω.
Παραμορφωμένη ψυχή.

Φωνάζω.
Παραμορφωμένη καρδιά.

Κρύβομαι.
Παραμορφωμένη ζωή.

Με προσέχω, πια.

Η αδυναμία μου ως δύναμη.
"Ομορφιά!"

Τετάρτη 11 Μαρτίου 2009

Που' ντο, που' ντο το δαχτυλίδι...



Η Σόνια έψαξε στο δάχτυλο της. Της έλειπε το δαχτυλίδι της. Έπαιζε συνέχεια μαζί του όταν αισθανόταν αμηχανία. Μάλλον, θα είχε ξεχάσει να το φορέσει σήμερα, ή...

Πήγε πίσω στο χρόνο. Εχτές, στις τουαλέτες του Ζαππείου μεγάρου. Το είχε βγάλει για να πλύνει τα χέρια της, να ρίξει λίγο νερό στο πρόσωπό της. Να πάρει την ταραχή της. Ήταν υπεύθυνη για τη διοργάνωση μιας ημερίδας εκεί. Είχε αργήσει να πάει και μετά όλα πήγαν στραβά. Που να ήξερε κι αυτή ότι στο Ζάππειο μέγαρο δεν είχε καρέκλες και ότι έπρεπε να της πάρουν από τις αποθήκες του μεγάρου και να τις μεταφέρουν μέσα. Άλλος είχε κάνει την αρχική συμφωνία και μέσα στον χαμό της το φόρτωσε την τελευταία στιγμή.

Εντάξει, δεν ήταν και τίποτα σοβαρό που άρχισαν με 1 ώρα καθυστέρηση, σχεδόν πάντα έτσι αργούσαν. Όταν μπήκαν όλοι μέσα και άρχισε η ημερίδα τότε ήταν που πήγε στην τουαλέτα. Μήπως το είχε αφήσει εκεί;

Σε λίγο θα έμπαινε στο γραφείο του διευθυντή και την είχε πιάσει νευρικότητα. Τώρα χρειαζόταν το δαχτυλίδι της. Έδιωξε την εικόνα στην τουαλέτα από το μυαλό της. Δεν γινόταν να είχε αφήσει εκεί το αγαπημένο της...

Ο διευθυντής ούτε που γύρισε να την κοιτάξει, έστριβε τσιγάρο όταν η Σόνια έκατσε απέναντί του.
-Έχουμε πρόβλημα συνεργασίας. Δεν συννενοούμαστε. Δεν επικοινωνείς με τους συναδέλφους σου. Δεν…
Στο τρίτο «δεν» η Σόνια σταμάτησε να ακούει. Ένα κόκκινο πέπλο είχε καλύψει το κεφάλι της. Δεν έπρεπε να μιλήσει. Μα για τις καρέκλες έγινε όλο αυτό; Εδώ έχουν γίνει σημεία και τέρατα στην εταιρεία και δεν έχει γίνει ούτε μια επίπληξη. Δεν είναι δυνατό να σοβαρολογεί. Της ξέφυγε ένα βουβό γελάκι. Ο διευθυντής σιώπησε για λίγο και μετά της είπε:
- Πάρε μια βδομάδα άδεια και θα σκεφτώ αν θα συνεχίσεις με εμάς.
Η Σόνια δεν κρατήθηκε άλλο
- Μα για τις καρέκλες έγινε αυτό; Αφού ξέρετε ότι δεν …
Τώρα ο διευθυντής δεν άκουγε τα «δεν»… Της επανέλαβε ήρεμα, ενώ συνέχιζε να στρίβει το τσιγάρο του, την απόφασή του και ότι ίσχυε από αυτή τη στιγμή.

Βγήκε και πήγε να κάτσει στο γραφείο της. Οι συνάδελφοί της δεν σήκωσαν καθόλου το κεφάλι τους. Κανείς δεν την ρώτησε τίποτα. Παράξενο αυτό. Άρα, το θέμα είχε συζητηθεί. Η ξεμυαλισμένη πως μπόρεσε να φτάσει να χάσει το δαχτυλίδι της. Πως έγινε αυτό; Και πως και δεν το πήρε χαμπάρι νωρίτερα; Ξαναμπήκε στο γραφείο του διευθυντή. Αυτός της είπε ότι δεν είχε χρόνο. Αυτή επέμεινε, ήθελε να μάθει ποιο ακριβώς ήταν το πρόβλημα συνεργασίας τους. Να το λύσουνε...
- Δεν είναι ένα. Είναι πολλά, θα έπρεπε να τα καταλάβεις μόνη σου, αλλά δεν έχεις το μυαλό σου στη δουλειά. Και μόνο το ότι είσαι εδώ μέσα αυτή τη στιγμή δείχνει ότι δεν έχεις συναίσθηση της κατάστασης. Φύγε σε παρακαλώ.

Η Σόνια έσκυψε το κεφάλι και βγήκε ξανά. Αυτή τη φορά πήγε στη κουζίνα, να πιει λίγο νερό. Ο χώρος εκκενώθηκε. Έμεινε μόνη. Έπαιξε με το ποτήρι στα χέρια της. Μα ποιας κατάστασης δεν είχε συναίσθηση; Τι παράπονο μπορούσαν να έχουν; Αφού, όλοι την είχαν επαινέσει κατά καιρούς. Άφησε το ποτήρι και έψαξε ξανά το δαχτυλίδι της. Την παραμονή της ημερίδας, όμως, είχε βαρυγκωμήσει όταν ο αντιπρόεδρος της έδωσε την ημερίδα. Την τιμωρούσαν έτσι για μια στιγμή; Καλά... κι όλα αυτά που είχε κάνει τον ένα χρόνο που δούλευε για αυτούς; Το αποτέλεσμα μετράει. Δεν είχε πια το δαχτυλίδι της.

Πήρε το παλτώ και την τσάντα της και κατευθύνθηκε προς την πόρτα. Είχε γίνει αόρατη. Κανείς δεν την έβλεπε. Μήπως μπορούσε να περάσει και μέσα από την πόρτα; Όχι, η τελευταία τελικά την είδε.
Ο διευθυντής της είχε δώσει όλη τη μέρα, αλλά τι να την κάνει; Δεν ήξερε. Συνήθως, από το πρωί ως το βράδυ δούλευε. Περιπλανήθηκε στο κέντρο της πόλης. Κοίταζε τις βιτρίνες. Έψαχνε.

Της είχε δώσει μια βδομάδα άδεια... και μετά τι; Μόλις είχε νοικιάσει μεγαλύτερο σπίτι και αγόρασε και αυτοκίνητο με δόσεις. Τι θα έκανε; Τα μάτια της είχαν θολώσει. Ή ήταν το μυαλό της που είχε θολώσει. Δεν ήξερε. Δεν ήξερε τίποτα. Πήρε να νυχτώνει. Βρέθηκε στο Κολωνάκι. Τα μάτια της άνοιξαν λίγο. Είδαν ένα πολύ δαχτυλίδι. Μπήκε μέσα, το δοκίμασε. Φαινόταν ωραίο στο χέρι της, αλλά ήταν πολύ ακριβό.

Μπαα, δεν ήταν για αυτή. Εξάλλου, μπορεί να είχε αφήσει το δαχτυλίδι της στο σπίτι. Μπορεί σε μια βδομάδα να καθόταν πάλι στο γραφείο της. Ο δρόμος είχε φωτιστεί. Συνέχισε να περπατάει. Έφτασε στο Μέγαρο Μουσικής. Κάπου εδώ δεν ήταν η διαφημιστική εταιρεία που της είχε κάνει μια κρούση για δουλειά το καλοκαίρι; Σκούπισε τα δάκρυα της. Σίγουρα, είχε ξεχάσει εχτές το δαχτυλίδι της στις τουαλέτες του Ζαππείου μεγάρου.

Ανέβηκε πίσω στο Κολωνάκι, μπήκε στο μαγαζί και αγόρασε το καινούργιο της δαχτυλίδι. Το φόρεσε. Ήταν πιο μεγάλο, πιο βαρύ. Ήταν άλλο. Μα ήταν εκεί. Το έπιασε και έπαιξε μαζί του.

Σάββατο 7 Μαρτίου 2009

Η επιλογή


- Τα νεφρά και οι πνεύμονες σύντομα θα πάψουν να λειτουργούν και θα πρέπει να διασωληνώσουμε τον πατέρα σας. Δεν έχουμε άλλη επιλογή…

Αυτή η τελευταία φράση του γιατρού, από τη μεσημεριανή τους επικοινωνία, ηχούσε ξανά και ξανά μες το κεφάλι του κυρίου Αγγέλου, καθώς οδηγούσε από την Αθήνα προς τη Θεσσαλονίκη, στο νοσοκομείο. Ήθελε να προλάβει να ακούσει τις τελευταίες λέξεις του πρώτου του ανθρώπου, προτού… προτού γίνει φυτό. Τα μάτια του θόλωσαν και αισθάνθηκε να τον βαραίνουν τα 49 του χρόνια.

Σταμάτησε στην άκρη και βγήκε έξω. Ήταν κοντά στα Τέμπη. Το λευκό τοπίο τον βοήθησε να ανασάνει. Κλείδωσε και έκανε δυο βήματα. Γύρισε όμως, πίσω, σαν άκουσε την ερημιά γύρω του και πήρε από το ντουλαπάκι του αυτοκινήτου ένα φακό και το περίστροφο που πάντα κουβάλαγε μαζί του σε μακρινά ταξίδια. Στην κωλότσεπη το όπλο, στο χέρι ο φακός. Πέρασε από την άλλη μεριά του δρόμου και περπάτησε προς τη γέφυρα.

Ο γάργαρος ήχος από τα νερά του Πηνειού τον τραβούσε κοντά του, σαν μαγικός αυλός, ώσπου αισθάνθηκε να του αρπάζουν το μπατζάκι. Ένα άγριο κουτάβι προσπαθούσε να τον δαγκώσει. Κατάφερε να τον ρίξει κάτω και πλησίαζε στο πρόσωπό του. Ο κύριος Αγγέλου ψαχούλεψε μεσ’ το χιόνι και βρήκε μια πέτρα. Το ζώο έπεσε αναίσθητο επάνω του. Τελικά ήταν ένα λυκόπουλο.

Μέχρι να σηκωθεί άκουσε γρυλίσματα να έρχονται από λίγο πιο πέρα. Κατευθύνθηκε διστακτικά προς τα εκεί και μόλις που διέκρινε με το φακό του μια λύκαινα. Ήταν αιμόφυρτη, φαινόταν να υποφέρει. Μάλλον θα ήταν η μάνα του μικρού που του επιτέθηκε. Αυτήν ήθελε να προστατέψει το κακόμοιρο ζωάκι. Πόσο δύσκολο θα ήταν γι' αυτό να παρατηρεί ανήμπορο το μαρτύριο της;

Κάπως έτσι θα παρατηρούσε και αυτός σε λίγο τον πατέρα του. Μόνο που ο τελευταίος δεν θα ακουγόταν, θα ήταν σε καταστολή, διασωληνωμένος. Γιατί να έπρεπε να γίνει έτσι; Μόνο η καρδιά του να λειτουργεί να βιώνει τον πόνο της ανυπαρξίας της; Αυτό δεν μπορούσε να είναι ζωή. Εξευτελισμός της ζωής θα ήταν.

Τράβηξε το περίστροφό και έδωσε τέλος στα βάσανα της λύκαινας. Το λυκόπουλο δεν θα την έβλεπε να αργοπεθαίνει. Μακάρι να είχε και αυτός μια τέτοια επιλογή. Αλλά πάλι, στον πολιτισμένο κόσμο των ανθρώπων τα όρια της ζωής και του θανάτου δεν είναι τόσο διακριτά και ξεκάθαρα.

Κυριακή 1 Μαρτίου 2009

the clock

Ξύπνησα την παραμονή της πρωτοχρονιάς στις “8 και θάνατος και 25 δευτερόλεπτα”. Λάθος αυτή την ώρα έδειχνε πριν 2 χρόνια το ρολόι μου. Κοίταξα καλύτερα … και όμως την ίδια ώρα έδειχνε και πάλι.

Γίνεται να πέρασαν ώρες, μέρες, μήνες για να γυρίσει ο χρόνος πίσω;
Χαλασμένο το ρολόι. Μου λένε να το φτιάξω. Ξέρω, ξέρω… απαντώ βιαστικά.
Ψεύδομαι -είναι η αλήθεια- στις “αδυναμίες μου και καταρρέω και 20 δευτερόλεπτα”.

Ψάχνω για εργαλεία, για στόχους. Το παρεάκι μου ποθώ. Να μου κρατάει το χέρι σταθερό, να διορθώσω την ώρα στις “8 και ζωή και πάλι από την αρχή”. Να αφεθώ στην αγκαλιά του για να βρουν οι δείκτες ξανά τον ρυθμό τους, αλλά σαν πάλι να ζω την παράσταση «περιμένοντας τον Γκοντό».

Στη σκέψη φρίκαρα και έκλεισα τα μάτια, το τέλος ν'αλλάξω. Οι δείκτες ξεκίνησαν να τρέχουν αλλόφρονες. Βάδην επιτόπου κι εγώ να τους προλάβω. Σκόνταψα στον καθρέφτη του απέναντι τοίχου και όταν κοίταξα ψηλά ήταν "12 και ελπίδα και σφίγγω τα δόντια".



Σύρθηκα να βγω από το σπίτι στις «αγωνία παρά 5 λεπτά και 5 δευτερόλεπτα». Σηκώθηκα όρθια και ζαλισμένη. Που έπρεπε να πάω, τι έπρεπε να κάνω, πώς έπρεπε να ξαναζήσω; Στροβιλίστηκα...

Ένα βιβλίο μαγειρικής βρέθηκε στα χέρια μου. Άνοιξε στη συνταγή bitter σοκολάτας από φόβο, δάκρυα και πόνο. Η περίπτωσή μου; Όχι, πια.

Το ξεφύλλισα να βρω άλλη, μέχρι που πήγε “ 3 και θάρρος παρά μερικά δευτερόλεπτα”. Χρειαζόμουν καινούργια υλικά.

Μπήκα σε ένα περιβόλι. Τα ηλιοτρόπια του, ήλιοι φωτεινοί. Τα θαύμασα μέχρι που πήρε να νυχτώνει και θυμήθηκα στις “5 και άργησα παρά τέταρτο” ότι η ομορφιά δεν μπορεί να είναι δανεική.

Έβαλα τα πόδια στους ώμους και τράβηξα να βρω τη δική μου. Την παραμόνεψα στη γωνία να φανεί μόλις πάει “6 και ικανοποίηση και μηδέν δευτερόλεπτα”.
Ξαφνικά πέρασε ένα μπουλούκι, απέσπασε την προσοχή μου και έχασα την ώρα μου.

Πήγε "6 και άγχος και υποχρεώσεις δευτερολέπτων” κι έμεινα να κοιτώ τους αποβλακωμένους δείκτες. Θύμωσα μαζί τους. Αλλά, τι φταίνε κι αυτοί; Τους έχει ανατεθεί μια δουλειά.

Μήπως και εμένα δεν μου ανατέθηκε μια ζωή στη γέννα μου;

Τη νέα χρονιά χαϊδεύω τους δείκτες του ρολογιού μου. Στις “στιγμές ευτυχίας και 23 λεπτά και 33 δευτερόλεπτα” ηρεμούν και με ακούν.

Μετά μου ζωγραφίζουν το παρόν σαν το ποθητό μέλλον. Φτιάχνουν πολλούς ανθρώπους στο πλάι μου. Μια οικογένεια εμφανίζεται στις 9 και έρχομαι για σένα μόνο και 17 δευτερόλεπτα”.


Ανοίγω να την καλοδεχτώ. Το ρολόι μου δείχνει “αγάπη ακριβώς".




Δευτέρα 23 Φεβρουαρίου 2009

η κυρά του «πύργου»




To σπίτι του Ανδρέα ήταν έξω από το χωριό. Ψηλά σε ένα λόφο και στα πόδια του απλώνονταν χιλιάδες λιόδεντρα. Ένα πράσινο χαλί που μετά από κανά χιλιόμετρο γινόταν μπλε, ο λακωνικός κόλπος.

Από μακριά έμοιαζε με παλιό μανιάτικο πύργο, από κοντά όμως γινόταν εμφανές ότι επρόκειτο για κακέκτυπο αντίγραφό του.

Το είχε φτιάξει ο Ανδρέας σε δύο δόσεις, με πολύ προσωπική εργασία και αρκετές κακοτεχνίες. Το εσωτερικό του ήταν ακόμη υπό κατασκευή, μια μέρα όμως, σκέφτηκε ότι ήθελε άλλο ένα δωμάτιο και άρχισε να το χτίζει μερικά μέτρα μακριά από την κουζίνα, μεμωνομένο.

-Αυτό θα είναι το ησυχαστήριό μου,

είπε στη Φωτούλα, το καινούργιο του αμόρε, όταν την πήγε να της δείξει με περηφάνια τον «πύργο» του ένα απόγευμα του Μάη.

-Κι εσύ, καμαράκι μου, με τα παιδιά θα έχετε τον «πύργο».

Η Φωτούλα, αρχικά, νόμισε ότι αστειευόταν. Μετά από ένα μήνα που της το επανέλαβε, κατάλαβε ότι μίλαγε σοβαρά. Δεν της είχε ξανατύχει να κάνει κάποιος σχέδια μαζί της για παιδιά και οικογένεια. Γλυκάθηκε. Άρχισε και αυτή να ονειρεύεται το μέλλον τους, να χτίζει κάστρα στην άμμο. Να απαρνηθεί για πάντα την Αθήνα, τους φίλους της, τους δικούς της και να ζήσει σε αυτή την απόκοσμη γωνιά του νότου. Αφού εδώ είχε βρεθεί, ας έκανε εδώ τη ζωή της, ως η κυρά του «πύργου».

Ο Ανδρέας ήταν αγρότης. Μάζευε τις ελιές του –και αλλωνών ελιές- από Δεκέμβρη μέχρι Φλεβάρη. Και ζούσε με αυτά τα λεφτά τον υπόλοιπο χρόνο. Έκανε κι άλλες δουλειές του ποδαριού και είχε καταφέρει να μπει στο ταμείο ανεργίας τον τελευταίο μήνα. Η Φωτούλα νοίκιαζε ένα σπίτι μέσα στο Γύθειο και δούλευε στην επιχείρηση ύδρευσης του δήμου, παίρνοντας ένα μικρό, αλλά σταθερό μισθό.

--------------

Μια μέρα στα μέσα του Ιούλη εκεί που έκαναν μπάνιο στη θάλασσα και αλληλοπειράζονταν μέσα στο νερό ο Ανδρέας είπε στην Φωτούλα:

- Γιατί δεν αφήνεις το σπίτι σου, να έρθεις να μείνεις στο δικό μου και να μου δίνεις εμένα τα 300 ευρώ που δίνεις για ενοίκιο;

Η Φωτούλα έκανε μια βουτιά, να δροσιστεί, γιατί ένιωσε τον ήλιο να την χτυπάει στο κεφάλι. Όταν ανέβηκε στην επιφάνεια άκουσε τον Ανδρέα να συνεχίζει:

- Με τα 300 ευρώ που θα μου δίνεις και τα 300 που παίρνω από το ταμείο ανεργίας, θα έχω 600 ευρώ εγώ και μαζί με τα υπόλοιπα 500 τα δικά σου μας κάνουν 1100. Αν μειώσουμε και το φαγητό έξω, με 1100 ευρώ το μήνα θα περνάμε και οι δυο μας μια χαρά, μέχρι τον Γενάρη που θα ξαναπάρω λεφτά από τις ελιές.

Η Φωτούλα έβαλε πάλι το κεφάλι της μέσα στο νερό και ένιωσε ανακούφιση καθώς βυθιζόταν.

------------------

Στα τέλη Αυγούστου έφυγαν και οι τελευταίοι τουρίστες, ο καιρός άρχισε να χαλά. Ο «πύργος» δεν είχε φτιαχτεί. Ο Ανδρέας πίεζε τη Φωτούλα να αφήσει το σπίτι της. Αυτή αρνιόταν, όσο ο «πύργος» δεν είχε θέρμανση. Ο Ανδρέας ήθελε το ενοίκιο της Φωτούλας για να βάλει τη θέρμανση.

Η Φωτούλα για δεύτερο συνεχόμενο σαββατοκύριακο θα πήγαινε στην Αθήνα, στους δικούς της. Την Πέμπτη το βράδυ έφτιαχνε το μικρό σακίδιό της, ενώ ο Ανδρέας την κοίταζε με την άκρη των ματιών του, καθώς έβλεπε ειδήσεις στη διαπασών. Κάποια στιγμή έκλεισε απότομα την τηλεόραση και της είπε:

- Θα πας πάλι εκεί για να χαριεντιστείς;

Η Φωτούλα κοκάλωσε. Η γλώσσα του Ανδρέα μπαινόβγαινε κόκκινη διχαλωτή στο στόμα του.

- Σας ξέρω εσάς τις κρυφοπουτάνες, τις Αθηναίες.

Ήταν οι τελευταίες λέξεις του Ανδρέα που άκουσε η Φωτούλα. Κούρνιασε στην ακρούλα της στο διπλό κρεβάτι. Τα μάτια της έκλεισαν, έβρεξαν σιωπηλό πόνο και είδαν τον κακέκτυπο μανιάτικο πύργο του Ανδρέα
να πέφτει και
να γκρεμίζει τα κάστρα της στην άμμο.


Παρασκευή 13 Φεβρουαρίου 2009

Αν μπορούσα να υπερβώ εμένα...

If...

του Ράντυαρντ Κίπλινγκ



If you can keep your head when all about you
Are losing theirs and blaming it on you;

If you can trust yourself when all men doubt you,
But make allowance for their doubting too;

If you can wait and not be tired by waiting,
Or, being lied about, don’t deal in lies,
Or, being hated, don’t give way to hating,
And yet don’t look too good, nor talk too wise;

If you can dream - and not make dreams your master;
If you can think - and not make thoughts your aim;

If you can meet with triumph and disaster
And treat those two imposters just the same;

If you can bear to hear the truth you’ve spoken
Twisted by knaves to make a trap for fools,
Or watch the things you gave your life to broken,
And stoop and build ’em up with wornout tools:

If you can make one heap of all your winnings
And risk it on one turn of pitch-and-toss,
And lose, and start again at your beginnings
And never breath a word about your loss;
If you can force your heart and nerve and sinew
To serve your turn long after they are gone,

And so hold on when there is nothing in you
Except the Will which says to them: «Hold on!»

If you can talk with crowds and keep your virtue,
Or walk with kings - nor lose the common touch;

If neither foes nor loving friends can hurt you;
If all men count with you, but none too much;

If you can fill the unforgiving minute
With sixty seconds’ worth of distance run,

Yours is the Earth and everything that’s in it,
And - which is more - you’ll be a Man my son!

Δευτέρα 9 Φεβρουαρίου 2009

ο καΘΡΕΦτΕΙς - μπουνταΛού σίΓουρη


- Βρε γιαγιάκα, τι έκανες εκεί; Κι αν δεν ερχόμουν τι θα τα έκανες τόσα φαγιά; Αφού σου είχα πει ότι έδινα σήμερα μάθημα και μπορεί να μην προλάβαινα να έρθω…
- Το ήξερα εγώ ότι θα έρθεις. Έκανα τα πάντα με τη σιΓουριά ότι θα έρθεις. Τόσες φορές δεν στο’ χω πει; … να μην βάζεις ποτέ την αμφιβολία μέσα σου. Ποτέ! Ακούς…
- Ναι, ναι… ξέρω… να βλέπω το μέλλον σαν να είναι το παρόν…
- Ααααχ μπουνταΛού μου! Πάλι με κοροϊδεύεις, αλλά δεν πειράζει!

Η Ελένη στούπωσε άλλη μια μπουκιά από το κοκκινιστό στο στόμα της και στύλωσε τα μάτια της στο κάδρο με την φρουτιέρα που κρεμόταν στον απέναντι τοίχο.

- Δοκίμασε και τα σουτζουκάκια, πριν μια ωρίτσα τα έφτιαξα…
- Δεν μπορώ να φάω άλλο, έχω σκάσει.
- Καλά, δεν πειράζει. Θα στα δώσω να τα πάρεις μαζί σου, για να έχεις να φας και αύριο.

Η γιαγιά πήρε από το ντουλάπι τρία μπολ, τα γέμισε με φαγητά και ενώ τα έβαζε σε μια σακούλα, η Ελένη της είπε

- Βάλτα καλύτερα στο ψυγείο. Μου βγαίνει η κούραση και λέω να κοιμηθώ εδώ σήμερα. Που να τρέχω τώρα στην Τούμπα…
- Δεν θα τρέχεις εσύ, το λεωφορείο θα σε πάει. Εξάλλου, δεν μπορείς να μείνεις εδώ, γιατί περιμένω παρέα.
- Βρε γιαγιάκα, τι λες; Έχει πάει 10.30…
- Ξέρω τι ώρα είναι, Ελενίτσα μου. Όπου να’ ναι θα έρθει ο κύριος Τιμολέων.
- Καλά!… και θα διώξεις το αίμα σου που καταρρέει για τον κύριο Τιμολέων. Και ποιος είναι τέλος πάντων αυτός ο κύριος Τιμολέων;
- Το αίμα μου σφύζει από δύναμη…

Η γιαγιά βγήκε από την κουζίνα για λίγο και όταν επέστρεψε κρατούσε στο δεξί της χέρι το κοχυλάκι της Ελένης. Το άνοιξε και το έβαλε μπροστά στα ξινισμένα μούτρα της εγγονής της.

- Δες! Μια χαρά είσαι!

Η Ελένη προσπάθησε να αποφύγει τον καΘΡΕΦτΕΙ, αλλά η γιαγιά της τον κουνούσε επίμονα μπροστά στα μάτια της, ώσπου ένα βλέμμα είδε το πρόσωπό της και κόλλησε να το κοιτάει.

- Βρε γιαγιάκα, για πες μου πως γίνεται αυτό;… Εγώ να είμαι σίΓουρη ότι είμαι κομμάτια και αυτό εδώ να με δείχνει σαν να έχω μόλις ξυπνήσει και να έχω μάθει κιόλας ότι έχω κερδίσει τον πρώτο λαχνό του λαχείου;
- Και γιατί σε νοιάζει Ελενίτσα μου πως γίνεται αυτό, αντί να χαίρεσαι για το ότι γίνεται αυτό;

Η γιαγιά έκλεισε το κοχυλάκι, το άφησε επάνω στο τραπέζι και πήγε και έφερε το μπουφάν της Ελένης. Με το μπουφάν στο ένα χέρι και τη σακούλα με τα μπολ στο άλλο η Ελένη πήρε το μήνυμα ότι η γιαγιά της δεν αστειευόταν, αλλά πράγματι περίμενε κάποιον. Χαλάρωσε τη σκέψη της και σηκώθηκε γελώντας. Σαν να εξακολουθούσε να βλέπει μπροστά της και εκείνο το πρόσωπο στον καΘΡΕΦτΕΙ και συνέχισε να γελάει.

Μέχρι να ηρεμήσει κάπως από τα γέλια, η γιαγιά της την είχε φτάσει στην εξώπορτα, της είχε βάλει το μπουφάν, της είχε περάσει στον αριστερό ώμο σταυρωτά την τσάντα της, της είχε βάλει στο δεξί χέρι την σακούλα με τα μπολ, την αγκάλισε σφιχτά, της έδωσε δυο φιλιά στα μάγουλα και το μόνο που πρόλαβε να πει η Ελένη, καθώς η γιαγιά της έκλεινε την πόρτα σχεδόν στα μούτρα, ήταν:

- Και μην νομίζεις ότι δεν θα μου πεις για τον κύριο Τιμολέων;

Για να πάρει την απάντηση πίσω από την πόρτα που την έκανε να αρχίσει πάλι να γελάει:
- Να’ σαι σίΓουρη γι’ αυτό, μπουνταΛού μου. Στο καλό!

Τετάρτη 4 Φεβρουαρίου 2009

μια ανάσα

Ξύπνησα σήμερα το πρωί με το μυαλό μου γεμάτο
όνειρα της νύχτας.
Προσπαθούσα να περάσω ένα ποτάμι.
Ήταν αρκετά ορμητικό και έλεγχα να δω από
πού είναι
καλύτερα να μπω, αλλά η ροή του ποταμιού
συνέχεια άλλαζε και
εγώ δεν μπορούσα να αποφασίσω. Έτσι,
έβγαλα όλα μου τα ρούχα και άρχισα
να μπαίνω μέσα.
Τότε άκουσα κάποιον να μου λέει ότι
το νερό είναι παγωμένο
και θα κρυώσω. Έβαλα τα πόδια μου
μέσα στο νερό.
Πράγματι το νερό ήταν κρύο, μόνο που είχα
πετάξει τα ρούχα μου
μέσα στο ποτάμι και τα είχε πάρει
το ρεύμα,
οπότε δεν γινόταν να βγω έξω, δεν είχα
ρούχα να φορέσω, να προστατευτώ. Συνέχισα
να προχωρώ μέσα στο ποτάμι,
ώσπου με παρέσυρε,
με αναποδογύρισε.
Τη μια στιγμή το κεφάλι ήταν μέσα
στο νερό και δεν ανέπνεα, την άλλη στιγμή έβγαινε
για λίγο
στον αέρα και έπαιρνα
μια ανάσα.
Το νερό θα ήταν κρύο, αλλά
δεν με αφορούσε. Το ποτάμι μπορεί
να με έριχνε επάνω σε κοτρόνες,
αλλά πάλι δεν με αφορούσε.
Αισθανόμουν
ζωντανή, γιατί πάλευα για μια ανάσα.
Μια ανάσα.

Πήρα μια ανάσα μεγάλη, φούσκωσα
από ικανοποίηση και
πέταξα μακριά,
ψηλά
και έγινα ένα με
το φως.


Φω


σημείωση της Φω: η συνέχεια του «καΘΡΕΦτΕΙ» όταν τελειώσουν τα όνειρά μου…

Σάββατο 31 Ιανουαρίου 2009

ο καΘΡΕΦτΕΙς - ο εαυτός της



Η Ελένη άνοιξε τα κουρασμένα μάτια της και κοίταξε το ρολόι. Έδειχνε 8.00. Τα ξανάκλεισε και πρόλαβε πάλι να ονειρευτεί. Είδε τον Νίκο να της λέει να μην του ξανατηλεφωνήσει.
Οι ενοχές της της μιλούσαν που πριν λίγες ώρες είχε προσπαθήσει να τον βρει. Στις 5.00 το πρωί που πετάχτηκε όρθια από μια ακόμη κρίση άσθματος.

Νόμισε ότι πέθαινε.
Ήθελε να του μιλήσει για τελευταία φορά.
Απέτυχε.
Ο Νίκος δεν το σήκωσε.
Αυτή επέζησε.

Ένας θόρυβος ρυθμικός ακούστηκε. Το ξυπνητήρι του κινητού της. Τώρα έπρεπε να σηκωθεί. Είχε να πάει για δουλειά; Είχε να πάει στη σχολή; Τι μέρα ήταν;
10.00 η ώρα σηκώθηκε μηχανικά, έριξε άφθονο νερό στο πρόσωπό της. Σαν να ήταν πρησμένο, την απωθούσε. Ντύθηκε και πήρε ένα depon και μια βιταμίνη C.
Πονούσε το κεφάλι της. Πόσο κρασί να ήπιες εχτές; 1ή 2 ποτήρια κρασί;
Θυμήθηκε.
Είχε πιει ένα μπουκάλι κρασί μόνη της.
Στις 1.00 έπρεπε να ήταν στο ΤΕΙ. Έδινε βοτανική 1.

Έβρεχε και το 12 λεωφορείο αργούσε να φανεί. Η Ελένη περίμενε στη στάση, τρώγοντας μια μπουγάτσα με κιμά, μπας και γεμίσει το κενό που αισθανόταν στο στομάχι της.
Όταν ήρθε το λεωφορείο ήταν σχεδόν γεμάτο. Δεν γινόταν να το χάσει. Βγήκε μια κυρία από την πίσω πόρτα και στριμώχτηκε αυτή στη θέση της. Η ατμόσφαιρα μέσα στο λεωφορείο ήταν αποπνικτική. Η Εγνατία ήταν πηγμένη. Προχωρούσαν αργά. Στην Καμάρα κατέβηκε πολύς κόσμος και πήγε να κατέβει και η Ελένη για να συνεχίσει με τα πόδια μέχρι την Αριστοτέλους.
Το μετάνιωσε.
Ξαναμπήκε μέσα στο λεωφορείο.
Προχώρησε προς τα μπροστά, βρήκε θέση και έκατσε.

Έπρεπε να μετακομίσει από την Τούμπα στο κέντρο. Να μειώσει τις αποστάσεις, να εξοικονομεί χρόνο. Το απόγευμα είχε υποσχεθεί ότι θα πήγαινε και στη γιαγιά της στο Ντεπό.
Αν τα κατάφερνε.
Έπρεπε να τα καταφέρει.
Ήθελε να ρωτήσει τη γιαγιά της και για το κοχυλάκι που της είχε χαρίσει τα Χριστούγεννα. Το θυμήθηκε και το έβγαλε από την τσάντα της. Καθώς το περιεργαζόταν είδε επάνω του αχνά χαραγμένο με μικρά γράμματα:
«να σε θρέφει, ψυχούλα μου».
Το άνοιξε και κοιτάχτηκε στο καθρεφτάκι του.

Της χαμογέλαγε και της έκλεισε το μάτι.
Ποιος;

Ο εαυτός της!




Δευτέρα 26 Ιανουαρίου 2009

ο καΘΡΈΦτΕΙς


Η Ελένη έπρεπε να ξαναφτιάξει την παραγγελία. Κάποιος την είχε σκουντήξει και είχε ρίξει τους καφέδες και τα νερά, ευτυχώς στο πάτωμα, και κανένας δεν είχε λερωθεί –ούτε είχε καεί. Δεν είχε κάτσει ούτε λεπτό από τις 10.00 το πρωί που έπιασε δουλειά.

Καθώς έμπαινε πίσω από την μπάρα κοιτάχτηκε στον απέναντι καθρέφτη. Είχε τα χάλια της. Είχε πάει 6.30 και η Μαρία που έπρεπε να την αντικαταστήσει –εδώ και μισή ώρα- δεν είχε ακόμα φανεί. Και της είχε τονίσει ότι είχε ένα σημαντικό ραντεβού στις 7.00…

- Συγνώμη, συγνώμη βρε Ελενάκι, που άργησα αλλά ξέρεις τώρα η κίνηση…

Η Ελένη δεν της απάντησε. Έφτιαξε του καφέδες, τους έβαλε στον δίσκο και της τους έδωσε να τους σερβίρει. Μέτρησε τα λεφτά στο ταμείο, πήρε το μεροκάματό της και έκατσε έξω από την μπάρα να πιει ένα ποτήρι νερό.
Χρειαζόταν να ρετουσαριστεί και λίγο. Έβγαλε από την τσάντα της το μπρούτζινο καθρεφτάκι της γιαγιάς της, σε σχήμα κοχυλιού. Το άνοιξε και το έφερε κοντά της. Νόμισε ότι έμεινε με ανοιχτό το στόμα. Ο καΘΡΈΦτΕις έδειχνε ένα πρόσωπο χαμογελαστό, φρέσκο και φωτεινό.

Η Μαρία γύρισε με τον άδειο δίσκο και την σκούντηξε:

- Άντε, βιάσου, δεν θα προλάβεις το ραντεβού σου… έχει και κίνηση… καλέ πως κατάφερες σε 2 λεπτά να αναζωογονηθείς;...
Η Ελένη δεν μπορούσε να ξεκολλήσει τα μάτια της από τον καΘΡΈΦτΕΙ της. Το μυαλό της είχε σταματήσει. Δεν είχε κάνει τίποτα και όμως φαινόταν τόσο όμορφη. Προσπάθησε να καταλάβει το γιατί. Οι σκέψεις της, όμως, είχαν μείνει άφωνες. Επιτέλους...
Τόνισε με ένα κραγιόν το κόκκινο των χειλιών της, έκλεισε προσεχτικά το κοχυλάκι και το έβαλε στην τσάντα της. Βγαίνοντας από το καφέ χαιρέτησε -εκτός από τη Μαρία- και μία μία όλες τις παρέες του μαγαζιού...

Τρίτη 20 Ιανουαρίου 2009

αΜήχανη καΡδιά*

"Καρδιά μου, αΜήχανη καΡδιά,
πως μπερδεύτηκες έτσι;

Περίπλοκη υπόθεση η δυστυχία.

Συγκροτήσου.

Αποφάσισε την αιχμή σου,
ισχυρίσου την ορμή σου,
τρέξε την ετοιμότητά σου,
στάσου την αντοχή σου.

Όταν νικάς,
μην ανοίγεσαι πολύ στην ικανοποίηση.

Όταν νικιέσαι,
μην κλείνεσαι τελείως στην απελπισία.

Συγκρατημένα.

Συγκροτημένα.

Δυο-τρεις κινήσεις είναι η ζωή.

Μάθε τες επιτέλους."


(*Αρχίλοχος, 7ος αιώνας π.Χ.)

Πέμπτη 15 Ιανουαρίου 2009

Το σώμα*



Κρέμομαι εδώ,
ακέφαλος,
τόσον καιρό.
Το σώμα ξέχασε
γιατί,
που, πως συνέβη
ό,τι συνέβη

και τα δάχτυλα των ποδιών
περπατούν μέσα σε παπούτσια
που δεν έχουν πια
σημασία.

Αν και
τα δάχτυλα
κάτι κόβουν,
κάτι πιάνουν,
κάτι κινούν,
κάτι αγγίζουν,
κάτι σαν
πορτοκάλια,
μήλα,
κρεμμύδια,
βιβλία,
σώματα,
δεν μπορώ
να βεβαιώσω
πως όλα αυτά
υπάρχουν.

Είναι περισσότερο
σαν φως λάμπας
κι ομίχλη.

Κάπου κάπου, τα χέρια
κινούνται
προς το χαμένο κεφάλι
και το πιάνουν
όπως τα χέρια παιδιού
μια μπάλα,
έναν κύβο,
τον αέρα, ένα ξύλο-
ούτε δόντια,
ούτε πράγμα σκεπτόμενο.

Κι όταν παράθυρο
ανοίξει:
εκκλησία,
λόφος,
γυναίκα,
σκύλος
ή κάτι που τραγουδά.

Τα δάχτυλα του χεριού
δε νιώθουν κίνηση,
δίχως αυτιά,
δε νιώθουν χρώματα,
δίχως
μάτια,
δε μυρίζουν,
δίχως μύτη.

Εξοχικά τοπία
περνούν
ασύλληπτα
σαν ήπειροι.

Οι μέρες, τ’ απογεύματα
αστράφτουν
στα βρώμικα
νύχια μου.

Σε κάποιον καθρέφτη,
το πρόσωπό μου
ένα σχήμα που χάνεται:
φθαρμένο μπάλωμα μιας παιδικής
μπάλας.

Ενώ παντού
κίνηση:
σκουλήκια, αεροπλάνα,
πυρκαγιές,
αγιασμένοι μενεξέδες,
τα χέρια μου φεύγουν και φεύγουν
και φεύγουν.



*Αυτό το ποίημα είναι του Τσάρλς Μπουκόφσκι από τη συλλογή «Τρόμου και αγωνίας γωνία», επιλογή-μετάφραση Γιώργος Μπλανάς, εκδόσεις Απόπειρα.

Κυριακή 11 Ιανουαρίου 2009

πΡίγκιπας - φύΛακας


Η Σόνια ανέβαινε τα σκαλιά βαρυγκωμώντας. Είχε φτάσει στον 3ο όροφο. Άλλον ένα και θα ήταν στο σπίτι της. Ώρα που βρήκε να χαλάσει το ασανσέρ! Τώρα που κουβάλαγε και 3 σακούλες πράγματα από το super-market. Θα μαγείρευε πρώτη φορά για τον Τόνι. Την καθυστέρησαν όμως στη δουλειά και δεν ήταν σίγουρο ότι θα προλάβαινε να φτιάξει τα τρία πιάτα που είχε επιλέξει από gourmet περιοδικά. Για ορεκτικό σουφλέ με σπανάκι, γκοργκοντζόλα και κουκουνάρι, για σαλάτα 4 διαφορετικά λαχανικά με προσούτο, αχλάδι και φλοίδες παρμεζάνας και για κυρίως πιάτο κοτόπουλο γεμιστό με σύκα και γαρνιτούρα από τριμμένες πατάτες.

Στις 7.00 η ώρα μπήκε στο σπίτι της. Άφησε αμέσως κάτω τα ψώνια. Τα μπουκάλια με το κρασί κροτάλισαν πάνω στο μωσαϊκό. Πέταξε από πάνω της ότι την βάραινε -το σακάκι, τις μπότες, την φαρδιά μεταλλική ζώνη, τα κρεμαστά σκουλαρίκια, το δαχτυλίδι κοτρόνα- έλυσε τα μαλλιά της και χύθηκε στην αγκαλιά της κουνιστής της πολυθρόνας. Τυλίχτηκε στο κιτρινόμαυρο μεταξωτό ριχτάρι και άρχισε να ταλαντώνεται.

Το μυαλό της γέμισε με εικόνες από τα ψώνια του supermarket να ξεπετιούνται από τις σακούλες, να σχίζουν τις συσκευασίες τους, να κάνουν κατάληψη στην κουζίνα, να απελευθερώνουν τους συντρόφους τους από το ψυγείο και τα ντουλάπια, να παίρνουν τα διαφορά εργαλεία, να σπάνε τα πιάτα, να πετάνε τα σκεύη μαγειρικής από το παράθυρο, να εκσφενδονίζουν τα κρυστάλλινα ποτήρια στους τοίχους, να εξοστρακίζεται ένα κομμάτι, να διασχίζει τον διάδρομο, να μπαίνει στο σαλόνι και να καρφώνεται στο μικρό δαχτυλάκι του ποδιού της.

Ξύπνησε. Είχε πάει 8.30. Σε μισή ώρα θα ερχόταν ο Τόνι. Έκανε ένα μπανάκι. Αλείφθηκε με μια αρωματική κρέμα και φόρεσε ένα μακρύ λουλουδάτο φόρεμα. Περπάτησε ξυπόλητη μέχρι την πόρτα και τον υποδέχθηκε. Φορούσε ένα άσπρο πουκάμισο ο πΡίγκιπάς της, ο φύΛακας της. Κρεμάστηκε επάνω του, αυτός τη φίλησε αρκετές φορές στο πρόσωπο. Προχώρησαν προς τα μέσα και σκόνταψαν επάνω στα ψώνια.

- Να υποθέσω ότι δεν μαγείρεψες…
- Όχι δεν μαγείρεψα, γιατί μαζεύτηκαν τόσα τρόφιμα που συνωμότησαν εναντίον μου.
- Ευτυχώς, γιατί με φόβισες όταν μου είπες στο τηλέφωνο όλα αυτά τα περίεργα φαγητά.
- Εγώ νομίζεις δεν φοβήθηκα;
- Ααχ, τι χαζούλη που είσαι! Πάω τις σακούλες στην κουζίνα και κάτι απλό θα βρούμε από όλα αυτά που πήρες να μαγειρέψουμε.
- Να βάλω λίγη μουσική και έρχομαι και εγώ.

Η Σόνια πήγε και πάτησε το play. H φωνή της Cesaria Evora ακούστηκε. Άνοιξε το ντουλάπι πάνω από το cd player πήρε δύο κρυστάλλινα ποτήρια κρασιού –που δεν έλαβαν μέρος στις αναταραχές- και μπήκε δειλά στην κουζίνα. Επικρατούσε ηρεμία. Ο Τόνι, φύΛακας των οριζόντων της ήταν εκεί.

Παρασκευή 9 Ιανουαρίου 2009

μουΝτζούΡες

Ζωγραφίζω με λέξεις
μουΝτζούΡες.
Στον καθρέπτη τα μάτια μου
μουΝτζούΡες.
Οι σκέψεις μου, χνώτα σε παγωμένο τζάμι,
μουΝτζούΡες.
Εγώ κι η αγάπη μου
μουΝτζούΡες.
Ο γενάρης κι ο φλεβάρης
μου κάθονται πάντα στο στομάχι,
όπως άλλωστε κι ο σεπτέμβρης.
Με σόδα καθαρίζουν οι
μουΝτζούΡες;

Τρίτη 6 Ιανουαρίου 2009

33 ηΜέΡες - φΩς


33η ημ. – Τρ. 6 Ιαν. ‘09

Επάνω στον τάφο της γυναίκας του o dr. Claro βρήκε ένα μάτσο κοκκινομωβιές ανεμώνες και δίπλα τους ένα κόκκινο φάκελο. Τα λουλούδια ήταν φρεσκοκομμένα και είχαν νοτίσει τον φάκελο. Πήρε τον τελευταίο στα χέρια και τον άνοιξε. Μέσα είχε έναν άλλον κίτρινο καναρινί. Δίστασε για λίγο και μετά συνέχισε και βρήκε έναν μπλε μικρότερο, ο οποίος είχε μέσα του έναν άλλον γκρι, που περιείχε ένα κόκκινο φύλλο χαρτί και πάνω του είχε γραμμένα με μωβ γράμματα:


Άφηνες τον χρόνο σου να περνά,
λες και θα έχεις απεριόριστο.
Αν σου έλεγα όμως ότι
«έχεις 33 ηΜέΡες…» μόνο,
θα συνέχιζες να κλείνεσαι στο καβούκι σου;
Ναι, γαμώτο μου!
Και εγώ θα σου ρούφαγα τις στιγμές,
να «έχεις 23 ηΜέΡες για Να Μάθεις…»
πως ο χρόνος σου λιγοστεύει
τόσο που να ακούς ήδη τον μεταθανάτιο βρόγχο σου
για να πάψεις να απαξιώνεις ότι
«έχεις 13 ηΜέΡες για Να Μάθεις να αγαΠάς ξαΝά…»,
να γελάς, να ζητάς, να σεργιανάς, να δίνεσαι…
Ναι, γαμώτο μου… τα απαξίωνες!
Και αν μπορούσα θα σμίκραινα τα πάντα για να
«έχεις 3 ηΜέΡες για Να Μάθεις να αγαΠάς ξαΝά τη ΖΩΗ σου»
γιατί η Κυρία Ζ δεν αντέχει άλλα κλάματα δίχως δάκρυα.
Την κούρασε η μιζέρια των συναισθημάτων σου.
Ουουουφφφ… ηλίθιε!
Βγες στο φΩς, κάψε τα φτερά σου!
Και μάθε να περπατάς στη γη.



Με θυμό,
ένας φίλος που πέθανε πριν τον γνωρίσεις
και ελπίζει να αφήσεις να γνωρίσεις
κάποιους άλλους πριν πεθάνεις.

Δευτέρα 5 Ιανουαρίου 2009

33 ηΜέΡες - Η ΖΩΗ

31η ημ. – Κυρ. 4 Ιαν. ‘09

Ο dr. Claro μπήκε μέσα στον μικρό προθάλαμο του σπιτιού του, κρατώντας στο ένα χέρι την βρεγμένη του ομπρέλα και στο άλλο το βαλιτσάκι του. Πήγε να γλιστρήσει καθώς πάτησε επάνω σε κάτι. Ήταν ένας φάκελος, κόκκινος και τον έσπρωξε με το πόδι του προς τον τοίχο. Απελευθέρωσε τα χέρια του, έβγαλε την μαύρη καπαρντίνα του και την πέταξε στον καλόγερο. Τότε εμφανίστηκε η Lioz, την πήρε στα χέρια του και πήγε και έκατσε στον καναπέ, ενώ την χάιδευε και της μιλούσε:

- Liozi μου, συγνώμη που σε άφησα τόσες μέρες μόνη, αλλά πήγα και είδα την κόρη μου… ξέρεις αυτή που σε είχε βρει στο δρόμο και σε μάζεψε. Πήγα και στην πατρίδα μου… ξέρεις εκεί που γεννήθηκα και μεγάλωσα. Και σου έφερα λίγο lioz… ξέρεις το αγαπημένο μου πέτρωμα ασβεστόλιθου… που υπάρχει στη Lisboa… που έχει τα ίδια χρώματα με τη γούνα σου…

Έβαλε το χέρι του στην τσέπη του παντελονιού του και έβγαλε ένα μικρό πουγκάκι. Μέσα είχε ένα πετραδάκι δεμένο σε ένα κορδόνι. Το πέρασε στο λαιμό της Lioz και συνέχισε να την χαϊδεύει, μέχρι που του ξεγλίστρησε και χάθηκε στην κουζίνα. Το σύνθημα ότι η γάτα του πείναγε. Την ακολούθησε και την είδε να τρώει από το γεμάτο της μπωλ. Η Ερμιόνη –η γραμματέας του και βαπτιστήρα της Αφροδίτης του- που ερχόταν και την τάιζε τις άλλες μέρες, θα είχε έρθει και σήμερα το πρωί.

Επέστρεψε στον προθάλαμο, έβγαλε τα παπούτσια του, φόρεσε τις παντόφλες και σήκωσε από το πάτωμα τον κόκκινο φάκελο. Τον άνοιξε και βρήκε μέσα ένα κόκκινο χαρτί. Το ξεδίπλωσε και διάβασε αργά και φωναχτά τα μεγάλα κίτρινα καναρινί γράμματα που ξεχώριζαν στη μέση της σελίδας:

«έχεις 3 ηΜέΡες για Να Μάθεις να αγαΠάς ξαΝά τη ΖΩΗ σου»

Το διάβασε αρκετές φορές και στο τέλος ξέσπασε σε γέλια.



32η ημ. – Δευτ. 5 Ιαν. ‘09

- Dr. Claro, την Παρασκευή πήρε ο γιατρός σας και είπε ότι οι εξετάσεις σας ήταν πολύ καλές και ότι άδικα ανησυχήσατε.
- Μπορεί και να κάνει καλό να ανησυχούμε που και που, έστω και άδικα… προβλήματα δημιουργούνται όταν δεν ανησυχούμε καθόλου.
- ….
- Σε παρακαλώ, Ερμιόνη, να κλείσεις ραντεβού σε όλους όσους παρακολουθώ μέχρι τις 15 Ιανουαρίου, για να τους πω εγώ ο ίδιος ότι μετά θα πρέπει να βρουν κάποιον άλλο συνάδελφο, γιατί εγώ θα σταματήσω να εργάζομαι εδώ.
- Δηλαδή; Τι εννοείται; Θα πάτε αλλού να δουλέψετε, σε άλλο γραφείο;
- Θα σου πω αργότερα, παιδί μου. Με ποιον έχω ραντεβού τώρα;

Ο dr. Claro γύρισε, κοίταξε στο σαλόνι και είδε την Μαρία Παπαδάκη, την πλησίασε, της έσφιξε το χέρι και της ευχήθηκε «καλή και δυνατή χρονιά». Μετά από 10 λεπτά καθόντουσαν στο γραφείο του απέναντι ο ένας από τον άλλο και η Μαρία άνοιξε τη συζήτηση:

- Άκουσα καλά ότι θα πας αλλού να δουλέψεις;
- Ναι, θα πάω μάλλον αλλού, αλλά δεν ξέρω αν θα ξαναδουλέψω. Ας μην φάμε το χρόνο μας με αυτό… πες μου πως πέρασες τις γιορτές;
- Όταν ήμουν παιδί μου άρεσαν οι γιορτές, τώρα δεν μου αρέσουν. Όλα αυτά τα φωτάκια, τα fake χαμόγελα, η fake χαρά, τα fake δώρα.. Μπλιάάχχ… Την Πρωτοχρονιά φάγαμε με τη γιαγιά μου -τη μαμά της μαμάς μου και της θείας μου- και όλο έλεγε ότι Η ΖΩΗ μου θα ήταν αλλιώς αν ζούσαν οι γονείς μου. Ο μάνα μου θα με είχε κάνει κοριτσάκι και όχι φρικιό, που με αφήνει να είμαι η θεία μου…
- Και εσύ της απάντησες κάτι;
- Κρατήθηκα για χάρη της θείας μου, που δεν θέλει να τσακώνομαι με τη γριέντζο. Ξεπέρασα τον εαυτό μου, ώσπου δεν άντεξα και της είπα «να μην πήγαινε να σκοτωνόταν η κόρη σου» και η γριέντζο χλώμιασε, σηκώθηκε από το τραπέζι και είδε και έπαθε η θεία μου για να την συνεφέρει.
- Σε ενοχλεί που σε κρίνει η γιαγιά σου ή που έχουν πεθάνει οι γονείς σου;
- Με ενοχλούν όλα και ειδικά αυτές τις μέρες που….
- Που τι;
- Που σαν αύριο στις 6 Ιανουαρίου του 2006 σκοτώθηκαν οι γονείς μου…
- Ττττι;….
- Τι έπαθες; Γιατί τραυλίζεις; Έχουν περάσει 3 χρόνια. Έχω μάθει να ζω με αυτό.
- Ναι… σε πιστεύω…. Ξέρεις, όμως Η ΖΩΗ παίζει περίεργα παιχνίδια… και εγώ έχασα τη γυναίκα μου στις 6 Ιανουαρίου του 2006…

Σάββατο 3 Ιανουαρίου 2009

33 ηΜέΡες - Lisboa, λιμάνι μεγάλων εξεΡευΝητών


28η ημ. – Πέμπτ. 1 Ιαν. ‘09

Ο dr. Claro ήταν πάλι στο αεροδρόμιο. Έπινε ένα εσπρεσσάκι, καθώς παρατηρούσε ένα αεροπλάνο να απογειώνεται. Η δικιά του πτήση είχε καθυστέρηση. Είχε περάσει τις τελευταίες 5 μέρες με την Christina του και τον Nino. Τελικά ήταν ταιριαστό ζευγάρι. Πρώτη φορά που γνώριζε πραγματικά τον άντρα της κόρης του. Άφησε να περάσουν 3,5 χρόνια για να γίνει αυτό. Γιατί; Γιατί δεν υπήρχε η Αφροδίτη του να το οργανώσει.
----------------------------

Στις 8.00 μ.μ. ώρα Πορτογαλίας το αεροπλάνο πετούσε πάνω από την Lisboa. Αναγνώρισε τα φώτα στην παλιά γέφυρα. Πέρασαν πάνω από τον Tejo ποταμό, μια σκοτεινή λωρίδα στις νυχτερινές λάμψεις της πόλης και ξεχώρισε στην όχθη του το μνημείο των μεγάλων εξεΡευΝητών. Θυμήθηκε ότι το αεροδρόμιο ήταν πολύ κοντά στο κέντρο της πόλης.

Ο dr. Claro στις 9.30 μ.μ. χτυπούσε το κουδούνι του σπιτιού του αδερφού του. Ένα πιτσιρίκι του άνοιξε και τον ρώτησε τι θέλει. Ο dr. Claro σάστισε και το μόνο που κατάφερε ήταν να πει «Joao». Τότε το πιτσιρίκι του έκλεισε την πόρτα στα μούτρα και το άκουσε να λέει στα πορτογαλικά «Ένας παππούς θέλει τον παππού». Σε λίγο η πόρτα ξανάνοιξε, ο dr. Claro κοκάλωσε, αλλά ο αδερφός του σαν να τον περίμενε τον τράβηξε στην αγκαλιά του λέγοντας του:

- Εχτές ευχήθηκα το 2009 να σε δω και σήμερα σε βλέπω. Αυτή η χρονιά θα είναι η καλύτερη για μένα, αδερφέ μου!


29η ημ. – Παρ. 2 Ιαν. ‘09

Ο dr. Claro παρατηρούσε μέσα από τη τζαμαρία το χάλκινο ομοίωμα του ποιητή Πεσόα να ακουμπάει σκεφτικός τον αγκώνα του σε ένα τραπεζάκι. Ήταν μαζί με τον Joao στην συνοικία Baixa στη Brazileira. Το καφέ όπου καθόταν και έγραφε ο αγαπημένος του ποιητής.

O dr. Claro ζήτησε ένα ποτήρι κρασί Porto. Το γκαρσόνι ήρθε με ένα ολόκληρο μπουκάλι Porto. Του έδειξε την ετικέτα του μπουκαλιού, το άνοιξε, γέμισε ένα ποτήρι και του το πρόσφερε. Ο dr. Claro ήπιε μερικές γουλιές. Μαλάκωσε λίγο το κρύο που ένιωθε. Δεν είχε βγάλει το παλτώ, γιατί δεν είχαν θέρμανση μέσα στη Brazileira.

Το κρύο εδώ ήταν διαπεραστικό, διαφορετικό από αυτό της Αθήνας. Δεν είχε συνειδητοποιήσει ακόμη που βρισκόταν. Από το πρωί ο αδερφός του τον γύριζε σε ολόκληρη την πόλη, σαν να ήταν κάποιος τουρίστας που την εξεΡευΝούσε για πρώτη φορά. Ένιωθε λίγο σαν τουρίστας, γιατί πολλά είχαν αλλάξει.

Βγήκαν έξω και περπάτησαν ξανά. Για λίγο τα σύννεφα μέριασαν και πρόβαλε ένας φωτεινός ουρανός. Το περίφημο λαμπερό καθαρό γαλάζιο φως της Lisboa. Αυτό το χρώμα μίλησε στην καρδιά του, ένιωσε πάλι παιδί.


30η ημ. – Σαβ. 3 Ιαν. ‘09

Στις 8.00 π.μ. τα δύο αδέρφια πήρανε το μετρό από την Alameda για το Oriente. Το μετρό της Lisboa το θυμόταν παλιό και καταθλιπτικό. Αυτή η διαδρομή, όμως, ήταν πιο καινούργια και είχε μερικούς πολύ όμορφους σταθμούς. Με μεγάλες κατασκευές από πλακάκια. Έργα τέχνης. Όχι επίπεδα. Τρισδιάστατα. Αιχμαλώτιζαν το βλέμμα του dr. Claro. Καθώς η οπτική γωνία που τα έβλεπε άλλαζε, καθώς ο συρμός συνέχιζε την πορεία του.

Έφτασαν στο Oriente στις 8.30. Ανέβηκαν ένα επίπεδο, έβγαλαν εισιτήρια, ανέβηκαν και άλλο επίπεδο και βρέθηκαν στο σταθμό των τρένων με το χαρακτηριστικό σκέπαστρο με τις αψίδες σχεδιασμένο από τον Calatrava -πολύ πριν επέμβει στο Ολυμπιακό Στάδιο της Αθήνας.

Ενώ περίμεναν το τρένο για την Coimbra, τη γενέτειρα πόλη της μητέρας τους, o dr. Claro παρατήρησε δύο μοντέρνες, σύγχρονες, πολυώροφες πολυκατοικίες. Δίδυμες. Η μια πλάι στην άλλη. Ήταν πολύ ντιζαϊνάτες, πολύχρωμες, γυάλινες. Έπαιζαν με τις πρώτες ακτίνες του ήλιου. Ήταν οβάλ σε οριζόντια κάτοψη. Οι ταράτσες τους είχαν κάτι προεξοχές. Παρέπεμπαν σε κατάρτια πλοίων. Στους μεγάλους εξεΡευΝητές πορτογάλους άλλων εποχών.

Σε όλη τη διαδρομή τα δύο αδέρφια είχαν χαθεί ο καθένας στο τοπίο, στις σκέψεις του. Λίγο πριν φτάσουν στην Coibra o dr. Claro κοίταξε τον αδερφό του, του χαμογέλασε και του είπε:

- Θα φύγω αύριο, γιατί στις 6 του μήνα πρέπει να είμαι στην Αθήνα.
- Ναι, στις 6 Ιανουαρίου του 2006 έχασες την greca σου…
- Θα ξανάρθω, όμως, σύντομα.
- Ωραία, γιατί έχω κι άλλα μέρη να σου δείξω, να εξεΡευΝήσουμε ξανά την χώρα μας.

Τετάρτη 31 Δεκεμβρίου 2008

33 ηΜέΡες - οMοΡφιά Mου


27η ημ. – Τετάρτη 31 Δεκ. ‘08


- Λέω αύριο ή μεθαύριο να φύγω.
- Μα ακόμα δεν σε χόρτασα clarito mio…
- Θα ξανάρθω οΜοΡφιά Μου, αλλά θέλω να πάω και μια βόλτα στη Λισσαβόνα, να δω τον Joao.
- Τα Χριστούγεννα μίλησα με τον θείο. Καλά είναι. Βέβαια μου έκανε παράπονα πως δεν του μιλάς.
- Είναι που…
- Ξέρω, ξέρω, clarito mio! Σε μένα δεν χρειάζεται να εξηγήσεις τίποτα και ποτέ. Μου αρκεί να είσαι καλά!
- Εεεε... Σου είπε αν θα φύγει καθόλου από τη Λισσαβόνα, γιατί θα’ θελα να του κάνω έκπληξη.
- Μην ανησυχείς! Θα τα τακτοποιήσω όλα.

O dr. Claro και η κόρη του καθόντουσαν σε μια trattoria απέναντι από το Coloseum. Η Christina έκανε κάποια τηλεφωνήματα από το κινητό της, ενώ ο dr. Claro παρατηρούσε τη βροχή που έπεφτε ασταμάτητα από το πρωί και που τους είχε δυσκολέψει τη βόλτα τους στο centro storico της Ρώμης.

- Όλα εντάξει, clarito mio! Πετάς αύριο στις 6.00 το απόγευμα και ο θείος Joao δεν έχει σκοπό να κουνηθεί από το σπίτι του, όπως μου είπε επί λέξει.
- Σ’ ευχαριστώ, οΜοΡφιά Μου! Είναι φορές που αισθάνομαι ότι εσύ είσαι ο γονιός και εγώ το παιδί.
- Δεύτερη φορά που με λες οΜοΡφιά σου. Έτσι με αποκαλούσε μόνο η μαμά. Θυμάσαι;
- Ναι, ειδικά όταν γύριζες μουτζουρωμένη και λερωμένη από το σχολείο…
- Η μαμ-αφρούλα άνοιγε την αγκαλιά της να με δεχτεί λέγοντάς μου «οΜοΡφιά Μου, λάμπεις πάλι!»



Κυριακή 28 Δεκεμβρίου 2008

33 ηΜέΡες - σήΜεΡα έΡκοΜαι


24η ημ. – Κυριακή 28 Δεκ. ‘08


Στις 7.00 η ώρα το πρωί ο dr Claro μπήκε μέσα στην αίθουσα αναχωρήσεων του Ελ. Βενιζέλος. Άφησε το μικρό του βαλιτσάκι κάτω και κοίταξε ψηλά στον πίνακα αναχωρήσεων. Δεν είχε αποφασίσει που θα πήγαινε. Λισσαβόνα ή Ρώμη; Η απευθείας πτήση για Λισσαβόνα ήταν σε 5 ώρες και δεν υπήρχαν θέσεις. Πήγε στον γκισέ της Alitalia. Και οι δύο πτήσεις που θα γινόταν σήΜεΡα ήταν κλεισμένες. Τον έβαλαν στη λίστα αναμονής και για τις δύο. Η πρώτη ήταν προγραμματισμένη σε 2 ώρες. και οι επιβάτες είχαν αρχίσει να κάνουν check-in. Πήγε και μπήκε και αυτός στην ουρά.
ΣήΜεΡα το σώμα του κινιόταν από μόνο του χωρίς καμία καθοδήγηση από το μυαλό. Είχε ξυπνήσει στις 4.00 το πρωί με τις κόκκινες λέξεις από το σημείωμα να αναβοσβήνουν στο σκοτάδι και περισσότερο οι δύο τελευταίες: «… να αγαΠάς ξαΝά…». Περπάτησε από τη μια άκρη του σπιτιού στην άλλη αρκετές φορές στο ημίφως -που έριχναν οι φανοστάτες από τον δρόμο- σαν να ψαχούλευε το σώμα να βρει τι αγαπά. Έβαλε φαγητό και νερό στη Lioz, που κοιμόταν, έκανε ένα ντουζ, ντύθηκε, έβαλε μερικά πράγματα σε ένα παλιό βαλιτσάκι, κατέβασε τα παντζούρια και στις 6.00 βγήκε έξω στην Αιόλου.
Η ουρά προχωρούσε και σε λίγο θα έφτανε για check-in χωρίς εισιτήριο. Ο κύριος που ήταν πριν από αυτόν του ζήτησε ένα χαρτομάντιλο. Ο dr. Claro δεν είχε. Τελικά του έδωσε κάποιος άλλος. Ο κύριος σκούπισε τα δάκρυα του, λέγοντας τους ότι αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που ήταν στην πατρίδα του. Δεν τους είπε τίποτα άλλο. Δεν χρειαζόταν να τον ρωτήσουν τίποτα άλλο. Έφτασε η σειρά του κυρίου να κάνει check-in.
O dr. Claro προχώρησε και όταν έφθασε η σειρά του είπε στην κοπέλα ότι δεν είχε εισιτήριο. Εκείνη τον κοίταξε, του κούνησε αρνητικά το κεφάλι και ο dr. Claro έκανε στο πλάι. Ο πατέρας της ιταλικής τετραμελούς οικογένειας που ερχόταν από πίσω του μάλλον κατάλαβε τι έγινε και τον πλησίασε. Του πρόσφερε ένα εισιτήριο. Η εικοσάχρονη κόρη του αποφάσισε πριν από 20 λεπτά ότι δεν θα επέστρεφε μαζί τους στη Ρώμη γιατί είχε γνωρίσει έναν νεαρό έλληνα. Όταν όλοι οι επιβάτες έκαναν check-in, πέρασε και ο dr. Claro.
Σε μια ώρα ήταν μέσα στο αεροπλάνο. Λίγο πριν απενεργοποιήσει το κινητό του, έστειλε ένα μήνυμα στην κόρη του: «σήΜεΡα έΡκοΜαι »


25η ημ. – Δευτέρα 29 Δεκ. ‘08


Είχε περάσει μια μέρα και η Christina δεν πίστευε ακόμη ότι είχε τον πατέρα της κοντά της. Πόσες φορές του είχε πει να έρθει, μέχρι και που του είχε βγάλει εισιτήρια μια φορά, αλλά ο dr. Claro ποτέ δεν τα είχε καταφέρει.

-ΣήΜεΡα και για όσες μέρες μείνεις θα είμαι όλη δικιά σου. Να πάρω μόνο ένα τηλέφωνο στη δουλειά.

Είπε η Christina και βγήκε από την κουζίνα. Ο dr. Claro την άκουσε να μιλάει στα ιταλικά για αρκετά λεπτά. Τελείωσε τον εσπρέσο του και κοίταξε την gazetta dello sport που είχε αφήσει ο Nino, ο άνδρας της κόρης του, πάνω στο τραπέζι. Ναι, βρισκόταν μακριά από την Αθήνα. Η Christina πήγε και τον αγκάλιασε αθόρυβα από πίσω και του επανέλαβε:

- Πόσο χαίρομαι που είσαι εδώ! Τα κανόνισα με τη δουλειά και ο Nino θα μείνει στο μαγαζί του μέχρι αργά το βράδυ. ΣήΜεΡα είμαι όλη δική σου, clarito mio!

Πέμπτη 25 Δεκεμβρίου 2008

33 ηΜέΡες - να αγαΠάς ξαNά...


21η ημ. – Πεμπτ. 25 Δεκ. ‘08

Είχαν τελειώσει το φαγητό και η Ζέτα έφερε μελομακάρονα που είχε φτιάξει η ίδια με συνταγή της μητέρας της. Ο Νίκος είπε ότι η κόρη του τα έφτιαχνε καλύτερα από τη μάνα της. Ο Sergio δοκίμασε ένα αφράτο pasties και καυχήθηκε ότι η μητέρα του τηρούσε της πορτογαλικές παραδόσεις. Στο παιχνίδι έβαλαν και τον dr. Claro, του οποίου του φάνηκαν εξαίσια και τα μελομακάρονα και τα pasties.
H Ana τηλεφώνησε στην Christina στη Ρώμη, της μίλησε σιγανά για λίγο, σαν να μην ήθελε να την ακούσουν οι άλλοι και μετά την έδωσε στον dr. Claro. H κόρη του του μίλησε στην αρχή στα ιταλικά μέχρι που τον άκουσε να γελάει και γέλασε και αυτή. Ο dr. Claro δεν καταλάβαινε ιταλικά και τον ενοχλούσε να του τα μιλάει η κόρη του. Όχι όμως τώρα. Τώρα όταν σταμάτησαν τα γέλια, τής είπε ότι τηN αγαΠά και ότι του έχει λείψει. Το ίδιο είπε και στην Ana όταν την αποχαιρετούσε στην πόρτα. Η φίλη του τον έσφιξε στην αγκαλιά της και του ψιθύρισε στο αυτί «κι εγώ σ’ αγαΠώ, μην το ξεχNάς…». Αγκάλιασε, χαιρέτησε και τους υπόλοιπους και έφυγε.
Είχε πάει 5.00 η ώρα το απόγευμα και οι δρόμοι δεν είχαν ακόμη κίνηση. Έκανε παγωνιά και τυλίχθηκε καλά μέσα στο παλτώ του. Περπάτησε αρκετά μέχρι να φτάσει στο σταθμό των Πετραλώνων και ζεστάθηκε. Μετά από ένα τέταρτο έμπαινε στο σπίτι του.
Μόλις άνοιξε την πόρτα είδε στο πάτωμα έναν κίτρινο καναρινί φάκελο. Αμέσως άλλαξε όψη το πρόσωπό του. Κατσούφιασε και δίστασε να τον πάρει στα χέρια του. Τον κλώτσησε λίγο προς τα μέσα και μετά έσκυψε και τον σήκωσε. Χρειαζόταν άλλο ένα ποτήρι κρασί. Πήγε στην κουζίνα, άνοιξε ένα μπουκάλι και σερβιρίστηκε. Με το ποτήρι στο ένα χέρι και με τον φάκελο στο άλλο πήγε και έκατσε στον καναπέ. Η Lioz τριβόταν στα πόδια του, αλλά δεν της έδωσε σημασία. Άνοιξε τον κίτρινο καναρινί φάκελο και έβγαλε ένα κίτρινο καναρινί χαρτί. Το ξεδίπλωσε και βρήκε γραμμένο με κόκκινο έντονο χρώμα:

«έχεις 13 ηΜέΡες για Να Μάθεις να αγαΠάς ξαΝά…»
Άφησε το χαρτί και το ποτήρι στο πλάι και πήρε αγκαλιά τη Lioz. Άλλαξε ξανά όψη το πρόσωπό του. Χαμογελούσε!!!!

Τετάρτη 24 Δεκεμβρίου 2008

33 ηΜέΡες - κΑλΉν ΗμΈρΑν

20η ημ. – Τετ. 24 Δεκ. ‘08

Άνοιξε την εξώπορτα του σπιτιού του ο dr. Claro και έπεσε επάνω σε ένα κοριτσάκι με άσπρο σκουφί και κόκκινες κοτσίδες που του έβαλε τις φωνές

- Θου χτυπάω τόθη ώρα και δεν μου ανοίγειθ... Θέλω να θου πω τα κάλαντα...

Ο dr. Claro είχε ακούσει έναν χτύπο στην πόρτα, αλλά δεν είχε δώσει σημασία καθώς ετοιμαζόταν για να φύγει για τη δουλειά του.

- Να θου τα πωωω...;

Επέμενε το κοριτσάκι και πριν προλάβει να πει κάτι ο dr. Claro είδε αυτό το μικρό πλασματάκι να χτυπάει ένα μεγάλο για το μπόι του τρίγωνο και να του τραγουδάει

καλήν ημέραν άρχοντεθ κι αν εί κι αν είναι ορισμόόόθ θαθ

χριθτού τη θεία γέννηθη νααα μπω να μπω θτο αρχοντικόόό θαθ

χριθτόθ γεννάται θήμερον εεεν βή εν βηθλεέμ την πόόόλη

οι ουρανοί αγάλλονται χαίαίρε χαίρε η φύθηθ όόόλη

εν τω θπηλαίω τήκτεται εεεν φά εν φάτνη των αλόόόγων

ο βασιλεύθ των ουρανών καιαιαι ποι και ποιητήθ των όόόλων

θ’αυτό το θπίτι πουου’ ρθαμε πέέέτρα πέτρα να μη ραγίίίθει

κι ο νοικοκύρηθ του θπιτιού χρόόόνια χρόνια πολλά να ζήήήθει


κΑΙ τΟΥ χρΌνοΟΥ νΑ ΉθΑθτΕ κΑλΆΆΆΆΆ!!!!!

Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2008

33 ηΜέρες - με ακούς; εεϊ, με ακούούς;

18η ημ. – Δευτ. 22 Δεκ. ‘08


- Μαρία, δεν γίνεται να έρχεσαι εδώ χωρίς να το θέλεις…. Θα πω στη θεία σου να μην σε ξαναπιέσει να έρθεις.
- Όχι σε παρακαλώ μην το κάνεις αυτό…

Ο dr. Claro παρατηρούσε τη Μαρία Παπαδάκη να κάθεται απέναντί του αμίλητη εδώ και είκοσι λεπτά. Είχε κάνει κάποιες τούφες λαχανί στα κάτασπρα μαλλιά της που της έδιναν μια όψη ακόμη πιο απόκοσμη.

- Είμαι εδώ για να σε ακούσω να μιλάς, αφού εσύ όμως Μαρία δεν μπορείς, καλύτερα ξέρεις να…
- Το μόνο πράγμα που ξέρω είναι ότι δεν θέλω να πληγώσω τον μοναδικό άνθρωπο που με αγαπά πραγματικά.
- Και εσύ την αγαπάς;
- Δεν… δεν ξέρω. Ξέρω μόνο ότι μου έχει σταθεί περισσότερο ακόμη και από τους γονείς μου…
- …..
- ακόμα και όταν ζούσαν οι γονείς μου, έμενα πολλές μέρες στη θεία μου. Οι γονείς μου ταξίδευαν πολύ, ήταν έμποροι ειδών κυνηγιού. Σκοτώθηκαν σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα πριν 3 χρόνια, την ημέρα των γενεθλίων μου…

Η Μαρία κοίταξε το ρολόι του τοίχου και σηκώθηκε απότομα.

- Θα ξανάρθω, θα προσπαθήσω να σου μιλήσω… Κάτι θα ξέρει η θεία μου καλύτερα για να επιμένει να έρχομαι… Και τότε τους είχε πει να μην πάνε … τους είχε πει να μην τρέχουν… τηΝ είχα ακούσει που τους το’ πε πριν φύγουν… που τους το επανέλαβε στο τηλέφωνο μετά. Αυτοί δεν τηΝ άκουσαν, ποτέ δεν τηΝ άκουγαν…Πήγαν Φλώρινα και Ξάνθη μέσα σε 30 ώρες. Θέλαν άλλες 3 για να φθάσουν Αθήνα, για να φθάσουν στο πάρτυ μου, όπως μου το είχαν υποσχεθεί. Αλλά ποτέ δεν έφθασαν … ποτέ ξανά δεν τους άκουσα...




19η ημ. – Τρ. 23 Δεκ. ‘08


Ο dr. Claro μίλαγε στο κινητό με την Ana. Ήθελε να αγοράσει κάποια δώρα για να παιδιά της, τη Ζέτα και τον Sergio. Γι’ αυτό είχε κατεβεί το απόγευμα, μετά το γραφείο στην Ερμού. Δεν ήξερε όμως σε ποιο μαγαζί να μπει, αφού συνειδητοποίησε ότι δεν ήξερε τίποτα για τις ζωές τους τα τελευταία χρόνια. Και ντράπηκε όταν του είπε η φίλη του ότι η Ζέτα είχε παντρευτεί και ήταν έγκυος και ο Sergio έκανε μεταπτυχιακό πάνω στη γλωσσολογία στο Παρίσι.
Σίγουρα θα του τα είχε ξαναπεί, αυτός όμως δεν τα είχε ακούσει. Δάκρυσε, είπε ότι είχε φασαρία και δεν μπορούσε να τηΝ ακούσει και έκλεισε το τηλέφωνο. Το πλήθος τον παρέσυρε μερικά μέτρα παρακάτω. Έστριψε στην Αιόλου και έφθασε στο σπίτι του. Έκλεισε ανακουφισμένος την πόρτα πίσω του. Έκατσε στον καναπέ και η Lioz χώθηκε στην αγκαλιά του. Μα πως ήταν δυνατός να μην είχε ακούσει την Anina...;