Τετάρτη 31 Δεκεμβρίου 2008

33 ηΜέΡες - οMοΡφιά Mου


27η ημ. – Τετάρτη 31 Δεκ. ‘08


- Λέω αύριο ή μεθαύριο να φύγω.
- Μα ακόμα δεν σε χόρτασα clarito mio…
- Θα ξανάρθω οΜοΡφιά Μου, αλλά θέλω να πάω και μια βόλτα στη Λισσαβόνα, να δω τον Joao.
- Τα Χριστούγεννα μίλησα με τον θείο. Καλά είναι. Βέβαια μου έκανε παράπονα πως δεν του μιλάς.
- Είναι που…
- Ξέρω, ξέρω, clarito mio! Σε μένα δεν χρειάζεται να εξηγήσεις τίποτα και ποτέ. Μου αρκεί να είσαι καλά!
- Εεεε... Σου είπε αν θα φύγει καθόλου από τη Λισσαβόνα, γιατί θα’ θελα να του κάνω έκπληξη.
- Μην ανησυχείς! Θα τα τακτοποιήσω όλα.

O dr. Claro και η κόρη του καθόντουσαν σε μια trattoria απέναντι από το Coloseum. Η Christina έκανε κάποια τηλεφωνήματα από το κινητό της, ενώ ο dr. Claro παρατηρούσε τη βροχή που έπεφτε ασταμάτητα από το πρωί και που τους είχε δυσκολέψει τη βόλτα τους στο centro storico της Ρώμης.

- Όλα εντάξει, clarito mio! Πετάς αύριο στις 6.00 το απόγευμα και ο θείος Joao δεν έχει σκοπό να κουνηθεί από το σπίτι του, όπως μου είπε επί λέξει.
- Σ’ ευχαριστώ, οΜοΡφιά Μου! Είναι φορές που αισθάνομαι ότι εσύ είσαι ο γονιός και εγώ το παιδί.
- Δεύτερη φορά που με λες οΜοΡφιά σου. Έτσι με αποκαλούσε μόνο η μαμά. Θυμάσαι;
- Ναι, ειδικά όταν γύριζες μουτζουρωμένη και λερωμένη από το σχολείο…
- Η μαμ-αφρούλα άνοιγε την αγκαλιά της να με δεχτεί λέγοντάς μου «οΜοΡφιά Μου, λάμπεις πάλι!»



Κυριακή 28 Δεκεμβρίου 2008

33 ηΜέΡες - σήΜεΡα έΡκοΜαι


24η ημ. – Κυριακή 28 Δεκ. ‘08


Στις 7.00 η ώρα το πρωί ο dr Claro μπήκε μέσα στην αίθουσα αναχωρήσεων του Ελ. Βενιζέλος. Άφησε το μικρό του βαλιτσάκι κάτω και κοίταξε ψηλά στον πίνακα αναχωρήσεων. Δεν είχε αποφασίσει που θα πήγαινε. Λισσαβόνα ή Ρώμη; Η απευθείας πτήση για Λισσαβόνα ήταν σε 5 ώρες και δεν υπήρχαν θέσεις. Πήγε στον γκισέ της Alitalia. Και οι δύο πτήσεις που θα γινόταν σήΜεΡα ήταν κλεισμένες. Τον έβαλαν στη λίστα αναμονής και για τις δύο. Η πρώτη ήταν προγραμματισμένη σε 2 ώρες. και οι επιβάτες είχαν αρχίσει να κάνουν check-in. Πήγε και μπήκε και αυτός στην ουρά.
ΣήΜεΡα το σώμα του κινιόταν από μόνο του χωρίς καμία καθοδήγηση από το μυαλό. Είχε ξυπνήσει στις 4.00 το πρωί με τις κόκκινες λέξεις από το σημείωμα να αναβοσβήνουν στο σκοτάδι και περισσότερο οι δύο τελευταίες: «… να αγαΠάς ξαΝά…». Περπάτησε από τη μια άκρη του σπιτιού στην άλλη αρκετές φορές στο ημίφως -που έριχναν οι φανοστάτες από τον δρόμο- σαν να ψαχούλευε το σώμα να βρει τι αγαπά. Έβαλε φαγητό και νερό στη Lioz, που κοιμόταν, έκανε ένα ντουζ, ντύθηκε, έβαλε μερικά πράγματα σε ένα παλιό βαλιτσάκι, κατέβασε τα παντζούρια και στις 6.00 βγήκε έξω στην Αιόλου.
Η ουρά προχωρούσε και σε λίγο θα έφτανε για check-in χωρίς εισιτήριο. Ο κύριος που ήταν πριν από αυτόν του ζήτησε ένα χαρτομάντιλο. Ο dr. Claro δεν είχε. Τελικά του έδωσε κάποιος άλλος. Ο κύριος σκούπισε τα δάκρυα του, λέγοντας τους ότι αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που ήταν στην πατρίδα του. Δεν τους είπε τίποτα άλλο. Δεν χρειαζόταν να τον ρωτήσουν τίποτα άλλο. Έφτασε η σειρά του κυρίου να κάνει check-in.
O dr. Claro προχώρησε και όταν έφθασε η σειρά του είπε στην κοπέλα ότι δεν είχε εισιτήριο. Εκείνη τον κοίταξε, του κούνησε αρνητικά το κεφάλι και ο dr. Claro έκανε στο πλάι. Ο πατέρας της ιταλικής τετραμελούς οικογένειας που ερχόταν από πίσω του μάλλον κατάλαβε τι έγινε και τον πλησίασε. Του πρόσφερε ένα εισιτήριο. Η εικοσάχρονη κόρη του αποφάσισε πριν από 20 λεπτά ότι δεν θα επέστρεφε μαζί τους στη Ρώμη γιατί είχε γνωρίσει έναν νεαρό έλληνα. Όταν όλοι οι επιβάτες έκαναν check-in, πέρασε και ο dr. Claro.
Σε μια ώρα ήταν μέσα στο αεροπλάνο. Λίγο πριν απενεργοποιήσει το κινητό του, έστειλε ένα μήνυμα στην κόρη του: «σήΜεΡα έΡκοΜαι »


25η ημ. – Δευτέρα 29 Δεκ. ‘08


Είχε περάσει μια μέρα και η Christina δεν πίστευε ακόμη ότι είχε τον πατέρα της κοντά της. Πόσες φορές του είχε πει να έρθει, μέχρι και που του είχε βγάλει εισιτήρια μια φορά, αλλά ο dr. Claro ποτέ δεν τα είχε καταφέρει.

-ΣήΜεΡα και για όσες μέρες μείνεις θα είμαι όλη δικιά σου. Να πάρω μόνο ένα τηλέφωνο στη δουλειά.

Είπε η Christina και βγήκε από την κουζίνα. Ο dr. Claro την άκουσε να μιλάει στα ιταλικά για αρκετά λεπτά. Τελείωσε τον εσπρέσο του και κοίταξε την gazetta dello sport που είχε αφήσει ο Nino, ο άνδρας της κόρης του, πάνω στο τραπέζι. Ναι, βρισκόταν μακριά από την Αθήνα. Η Christina πήγε και τον αγκάλιασε αθόρυβα από πίσω και του επανέλαβε:

- Πόσο χαίρομαι που είσαι εδώ! Τα κανόνισα με τη δουλειά και ο Nino θα μείνει στο μαγαζί του μέχρι αργά το βράδυ. ΣήΜεΡα είμαι όλη δική σου, clarito mio!

Πέμπτη 25 Δεκεμβρίου 2008

33 ηΜέΡες - να αγαΠάς ξαNά...


21η ημ. – Πεμπτ. 25 Δεκ. ‘08

Είχαν τελειώσει το φαγητό και η Ζέτα έφερε μελομακάρονα που είχε φτιάξει η ίδια με συνταγή της μητέρας της. Ο Νίκος είπε ότι η κόρη του τα έφτιαχνε καλύτερα από τη μάνα της. Ο Sergio δοκίμασε ένα αφράτο pasties και καυχήθηκε ότι η μητέρα του τηρούσε της πορτογαλικές παραδόσεις. Στο παιχνίδι έβαλαν και τον dr. Claro, του οποίου του φάνηκαν εξαίσια και τα μελομακάρονα και τα pasties.
H Ana τηλεφώνησε στην Christina στη Ρώμη, της μίλησε σιγανά για λίγο, σαν να μην ήθελε να την ακούσουν οι άλλοι και μετά την έδωσε στον dr. Claro. H κόρη του του μίλησε στην αρχή στα ιταλικά μέχρι που τον άκουσε να γελάει και γέλασε και αυτή. Ο dr. Claro δεν καταλάβαινε ιταλικά και τον ενοχλούσε να του τα μιλάει η κόρη του. Όχι όμως τώρα. Τώρα όταν σταμάτησαν τα γέλια, τής είπε ότι τηN αγαΠά και ότι του έχει λείψει. Το ίδιο είπε και στην Ana όταν την αποχαιρετούσε στην πόρτα. Η φίλη του τον έσφιξε στην αγκαλιά της και του ψιθύρισε στο αυτί «κι εγώ σ’ αγαΠώ, μην το ξεχNάς…». Αγκάλιασε, χαιρέτησε και τους υπόλοιπους και έφυγε.
Είχε πάει 5.00 η ώρα το απόγευμα και οι δρόμοι δεν είχαν ακόμη κίνηση. Έκανε παγωνιά και τυλίχθηκε καλά μέσα στο παλτώ του. Περπάτησε αρκετά μέχρι να φτάσει στο σταθμό των Πετραλώνων και ζεστάθηκε. Μετά από ένα τέταρτο έμπαινε στο σπίτι του.
Μόλις άνοιξε την πόρτα είδε στο πάτωμα έναν κίτρινο καναρινί φάκελο. Αμέσως άλλαξε όψη το πρόσωπό του. Κατσούφιασε και δίστασε να τον πάρει στα χέρια του. Τον κλώτσησε λίγο προς τα μέσα και μετά έσκυψε και τον σήκωσε. Χρειαζόταν άλλο ένα ποτήρι κρασί. Πήγε στην κουζίνα, άνοιξε ένα μπουκάλι και σερβιρίστηκε. Με το ποτήρι στο ένα χέρι και με τον φάκελο στο άλλο πήγε και έκατσε στον καναπέ. Η Lioz τριβόταν στα πόδια του, αλλά δεν της έδωσε σημασία. Άνοιξε τον κίτρινο καναρινί φάκελο και έβγαλε ένα κίτρινο καναρινί χαρτί. Το ξεδίπλωσε και βρήκε γραμμένο με κόκκινο έντονο χρώμα:

«έχεις 13 ηΜέΡες για Να Μάθεις να αγαΠάς ξαΝά…»
Άφησε το χαρτί και το ποτήρι στο πλάι και πήρε αγκαλιά τη Lioz. Άλλαξε ξανά όψη το πρόσωπό του. Χαμογελούσε!!!!

Τετάρτη 24 Δεκεμβρίου 2008

33 ηΜέΡες - κΑλΉν ΗμΈρΑν

20η ημ. – Τετ. 24 Δεκ. ‘08

Άνοιξε την εξώπορτα του σπιτιού του ο dr. Claro και έπεσε επάνω σε ένα κοριτσάκι με άσπρο σκουφί και κόκκινες κοτσίδες που του έβαλε τις φωνές

- Θου χτυπάω τόθη ώρα και δεν μου ανοίγειθ... Θέλω να θου πω τα κάλαντα...

Ο dr. Claro είχε ακούσει έναν χτύπο στην πόρτα, αλλά δεν είχε δώσει σημασία καθώς ετοιμαζόταν για να φύγει για τη δουλειά του.

- Να θου τα πωωω...;

Επέμενε το κοριτσάκι και πριν προλάβει να πει κάτι ο dr. Claro είδε αυτό το μικρό πλασματάκι να χτυπάει ένα μεγάλο για το μπόι του τρίγωνο και να του τραγουδάει

καλήν ημέραν άρχοντεθ κι αν εί κι αν είναι ορισμόόόθ θαθ

χριθτού τη θεία γέννηθη νααα μπω να μπω θτο αρχοντικόόό θαθ

χριθτόθ γεννάται θήμερον εεεν βή εν βηθλεέμ την πόόόλη

οι ουρανοί αγάλλονται χαίαίρε χαίρε η φύθηθ όόόλη

εν τω θπηλαίω τήκτεται εεεν φά εν φάτνη των αλόόόγων

ο βασιλεύθ των ουρανών καιαιαι ποι και ποιητήθ των όόόλων

θ’αυτό το θπίτι πουου’ ρθαμε πέέέτρα πέτρα να μη ραγίίίθει

κι ο νοικοκύρηθ του θπιτιού χρόόόνια χρόνια πολλά να ζήήήθει


κΑΙ τΟΥ χρΌνοΟΥ νΑ ΉθΑθτΕ κΑλΆΆΆΆΆ!!!!!

Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2008

33 ηΜέρες - με ακούς; εεϊ, με ακούούς;

18η ημ. – Δευτ. 22 Δεκ. ‘08


- Μαρία, δεν γίνεται να έρχεσαι εδώ χωρίς να το θέλεις…. Θα πω στη θεία σου να μην σε ξαναπιέσει να έρθεις.
- Όχι σε παρακαλώ μην το κάνεις αυτό…

Ο dr. Claro παρατηρούσε τη Μαρία Παπαδάκη να κάθεται απέναντί του αμίλητη εδώ και είκοσι λεπτά. Είχε κάνει κάποιες τούφες λαχανί στα κάτασπρα μαλλιά της που της έδιναν μια όψη ακόμη πιο απόκοσμη.

- Είμαι εδώ για να σε ακούσω να μιλάς, αφού εσύ όμως Μαρία δεν μπορείς, καλύτερα ξέρεις να…
- Το μόνο πράγμα που ξέρω είναι ότι δεν θέλω να πληγώσω τον μοναδικό άνθρωπο που με αγαπά πραγματικά.
- Και εσύ την αγαπάς;
- Δεν… δεν ξέρω. Ξέρω μόνο ότι μου έχει σταθεί περισσότερο ακόμη και από τους γονείς μου…
- …..
- ακόμα και όταν ζούσαν οι γονείς μου, έμενα πολλές μέρες στη θεία μου. Οι γονείς μου ταξίδευαν πολύ, ήταν έμποροι ειδών κυνηγιού. Σκοτώθηκαν σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα πριν 3 χρόνια, την ημέρα των γενεθλίων μου…

Η Μαρία κοίταξε το ρολόι του τοίχου και σηκώθηκε απότομα.

- Θα ξανάρθω, θα προσπαθήσω να σου μιλήσω… Κάτι θα ξέρει η θεία μου καλύτερα για να επιμένει να έρχομαι… Και τότε τους είχε πει να μην πάνε … τους είχε πει να μην τρέχουν… τηΝ είχα ακούσει που τους το’ πε πριν φύγουν… που τους το επανέλαβε στο τηλέφωνο μετά. Αυτοί δεν τηΝ άκουσαν, ποτέ δεν τηΝ άκουγαν…Πήγαν Φλώρινα και Ξάνθη μέσα σε 30 ώρες. Θέλαν άλλες 3 για να φθάσουν Αθήνα, για να φθάσουν στο πάρτυ μου, όπως μου το είχαν υποσχεθεί. Αλλά ποτέ δεν έφθασαν … ποτέ ξανά δεν τους άκουσα...




19η ημ. – Τρ. 23 Δεκ. ‘08


Ο dr. Claro μίλαγε στο κινητό με την Ana. Ήθελε να αγοράσει κάποια δώρα για να παιδιά της, τη Ζέτα και τον Sergio. Γι’ αυτό είχε κατεβεί το απόγευμα, μετά το γραφείο στην Ερμού. Δεν ήξερε όμως σε ποιο μαγαζί να μπει, αφού συνειδητοποίησε ότι δεν ήξερε τίποτα για τις ζωές τους τα τελευταία χρόνια. Και ντράπηκε όταν του είπε η φίλη του ότι η Ζέτα είχε παντρευτεί και ήταν έγκυος και ο Sergio έκανε μεταπτυχιακό πάνω στη γλωσσολογία στο Παρίσι.
Σίγουρα θα του τα είχε ξαναπεί, αυτός όμως δεν τα είχε ακούσει. Δάκρυσε, είπε ότι είχε φασαρία και δεν μπορούσε να τηΝ ακούσει και έκλεισε το τηλέφωνο. Το πλήθος τον παρέσυρε μερικά μέτρα παρακάτω. Έστριψε στην Αιόλου και έφθασε στο σπίτι του. Έκλεισε ανακουφισμένος την πόρτα πίσω του. Έκατσε στον καναπέ και η Lioz χώθηκε στην αγκαλιά του. Μα πως ήταν δυνατός να μην είχε ακούσει την Anina...;

Σάββατο 20 Δεκεμβρίου 2008

33 ηΜέρες - έχεις ταρακουΝηθεί

15η ημ. – Παρ. 19 Δεκ. ‘08


Ο dr. Claro έφτασε στην ρεσεψιόν είπε το όνομά του και τον καθοδήγησαν να πάει στον πρώτο όροφο, 2η πόρτα αριστερά, στο αιματολογικό. Είχε πολλά χρόνια να κάνει εξετάσεις αίματος. Περίμενε στην αίθουσα αναμονής και τα χέρια του είχαν ιδρώσει. Σύντομα τον φώναξαν, μπήκε μέσα, σήκωσε το μανίκι του και σε 1 λεπτό όλα είχαν τελειώσει. Πίεσε για λίγο ακόμη το σημείο αφαίμαξης, όσο η γιατρός γέμιζε με αίμα τα διαφορετικά μπουκαλάκια. Την παρατηρούσε. Το αίμα του είχε βαθύ κόκκινο χρώμα, σχεδόν καφέ.
Έβαλε το σακάκι του και βγήκε στο δρόμο. Η κίνηση ήταν αρκετή στην Κατεχάκη. Το τηλέφωνο του χτύπησε. ¨Ήταν η Ερμιόνη. Το ραντεβού των 11.00 με την Μαρία Παπαδάκη ακυρώθηκε ξανά -το είχε ακυρώσει και εχτές η θεία της- και μετατέθηκε για τη Δευτέρα.
Κοίταξε το ρολόι του. Ήταν 9.50, οπότε είχε αρκετή ώρα στη διάθεσή του. Περπάτησε μέχρι το Κολωνάκι και έκατσε σε ένα καφέ. Εκεί κοντά ήταν το γραφείο της Ana. Της τηλεφώνησε και σε λίγο η φίλη του τού έκανε παρέα.
Της μίλησε για τα δύο σημειώματα, για τις ιατρικές του εξετάσεις, για τις σκέψεις που περνούσαν από το μυαλό του. Έκανε ερωτήσεις και απαντούσε ο ίδιος αμέσως. Η Ana δεν είχε βγάλει μιλιά, μόνο τον κοίταζε με τα μικρά της μάτια ορθάνοιχτα. Ο dr. Claro νόμιζε ότι την είχε τρομάξει μέχρι που του είπε:

- Δεν ξέρω τι σκοπό έχει αυτός που σου στέλνει αυτά τα σημειώματα, το σίγουρο όμως είναι ότι έχει καταφέρει να σε ταρακουΝήσει και λυπάμαι που δεν είχα σκεφτεί να το κάνω εγώ αυτό νωρίτερα…

Η Ana δεν του άφησε περιθώρια να απαντήσει. Σηκώθηκε να φύγει. Σηκώθηκε και ο dr. Claro. Η Ana τον προσκάλεσε για φαγητό ανήμερα των Χριστουγέννων.

- Ναι, σίγουρα θα έρθω Anina μου. Έχω καιρό να δω τον Νίκο και τα παιδιά.
- Με εκπλήσσεις Claro! Άλλες φορές σε παρακάλαγα και τελικά δεν ερχόσουν. Σίγουρα έχεις ταρακουΝηθεί

Η Ana έσφιξε σφιχτά στην αγκαλιά της τον φίλο της, τον φίλησε και απομακρύνθηκε. Ο dr. Claro έμεινε να σκέφτεται τα λόγια της…

Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου 2008

33 ηΜέΡες - καΜία εξέλιξη

13η ημ. – Τετ. 17 Δεκ. ‘08

Ο dr. Claro καθόταν στο τραπέζι της κουζίνας και χάζευε τη Lioz που έτρωγε. Κοίταξε το ημερολόγιο του τοίχου. Σκέφτηκε το δεύτερο σημείωμα. Δεν είχε μιλήσει γι’ αυτό στην Ana, που του τηλεφώνησε το πρωί, για να μάθει αν υπήρχε καΜία εξέλιξη, για να τον ρωτήσει τι θα κάνει στις γιορτές. Δεν της απάντησε. Της είπε μόνο ότι είχε δουλειά και έπρεπε να κλείσει.

Τρίτη 16 Δεκεμβρίου 2008

10+23 ηΜέΡες - πεθαΜέΝος ή ζωΝταΝός

12η ημ. – Τρ. 16 Δεκ. '08

Τι έμενε να μάθει στα 60 του που δεν το ήξερε; Και ποιος ήξερε ότι είχε μόνο 23 μέρες για να το μάθει; Όποιος και αν του έκανε πλάκα, το είχε παραχοντρύνει το θέμα… Σκεφτόταν ο dr. Claro καθώς άνοιγε μια κονσέρβα για τη Lioz.
9 η ώρα το βράδυ και το σπίτι του δεν τον χωρούσε. Βγήκε να περπατήσει. Αυτό έκαναν πάντα μαζί με την Αφροδίτη του όταν τους απασχολούσε κάποιο θέμα που φαινόταν δύσκολο. Τώρα έπρεπε να το κάνει μόνος του. Ήταν η πρώτη φορά που το έκανε μόνος του.
Στα πρώτα 50 μέτρα αισθανόταν πάλι θυμωμένος με την Αφροδίτη του που τον είχε αφήσει μόνο του. Στα επόμενα 100 θύμωσε με τον εαυτό του που ήταν θυμωμένος με μια πεθαμένη. Πεθαμένη; Ναι, αυτή ήταν πεθαμένη… και αυτός; πεθαΜέΝος ή ζωΝταΝός;
Μετατοπίστηκε η σκέψη του από αυτήν σε αυτόν. Αν ήταν πεθαΜέΝος τι τον ένοιαζε αν σε 23 ημέρες, ή μάλλον ακριβέστερα σε 22 ημέρες από σήμερα μάθαινε ακόμη και το χειρότερο: ότι θα πέθαινε…
Τον ένοιαζε και τον παραένοιαζε τι θα μάθαινε σε 22 ημέρες, άρα δεν ήταν πεθαΜέΝος. Οπότε ήταν ζωΝταΝός; Μπαα, ούτε αυτό δεν ήταν τα τελευταία 3 χρόνια που είχε πεθάνει η Αφροδίτη του.
Μάλλον ένα ζόμπι ήταν που προσπάθησε να αυτοκτονήσει μια φορά, παίρνοντας υπερβολική δόση χαπιών και τώρα προσπαθούσε να συντηρηθεί σαν ζόμπι παίρνοντας πάλι χάπια αλλά με ένα μέτρο.
Έφτασε να ανηφορίζει στην Διονυσίου Αρεοπαγίτου και πρόσεξε τον Παρθενώνα φωτισμένο. Ένα μνημείο αιώνων. Το είχαν αντικρίσει τόσοι και τόσοι άνθρωποι που δεν υπήρχαν πια. Ο Παρθενώνας όμως έστεκε εκεί αγέρωχος αν και λαβωμένος.
Κάθισε σε ένα πέτρινο παγκάκι, απορροφημένος από τη θέα. Έκλεισε τα μάτια και συνέχισε να βλέπει το φως. Ο κρύος αέρα στο πρόσωπό του τον έκανε τώρα να αισθάνεται ζωΝταΝός, αν και λαβωμένος…

Δευτέρα 15 Δεκεμβρίου 2008

10 + 23 ηΜέΡες - για Να Μάθεις

11η ημέρα – Δευτέρα 15 Δεκεμβρίου 2008

11.10 το πρωί ο dr. Claro μπήκε καθυστερημένος στο χώρο αναμονής του γραφείου του, καλημέρισε την Ερμιόνη και τη ρώτησε αν είχε κάποια συνεδρία στις 11.00. Η Ερμιόνη του έδειξε την Μαρία Παπαδάκη που καθόταν στον καναπέ. Ο dr. Claro ούτε που γύρισε να την κοιτάξει, καθώς ήδη έμπαινε στο γραφείο του.
Έβγαλε το παλτό του και έκατσε στην αναπαυτική του πολυθρόνα να πάρει μια ανάσα. Είχε περάσει όλο το σαββατοκύριακο στο σπίτι, κουκουλωμένος την περισσότερη ώρα στο κρεβάτι του. Ούτε μέχρι τον καναπέ δεν είχε πάει, αφού αρνιόταν να ανοίξει την τηλεόραση τις τελευταίες ημέρες για να μην ακούσει άλλες κραυγές αλλοφροσύνης και πανικού.
Χτύπησε την πόρτα του και μπήκε μέσα η Ερμιόνη με τον καφέ του και τον φάκελο της Μαρίας. Ο dr. Claro μόλις τον άνοιξε κατάλαβε ότι ήταν η κοπέλα με το «Δεν έχω τίποτα να σας πω». Η Ερμιόνη έπιασε το βλέμμα έκπληξής του και σχολίασε, καθώς έβγαινε από το γραφείο, ότι τα ραντεβού τα έκλεινε η κυρία Ελένη Παπαδάκη, η θεία της.
Σε λίγο μπήκε μέσα η Μαρία και πήρε τη θέση της απέναντί του χωρίς να του μιλήσει. Η πρώτη σκέψη του dr. Claro ήταν ότι η δεύτερη συνάντησή τους μάλλον θα ήταν ίδια με την πρώτη (την προηγούμενη Δευτέρα), η δεύτερη σκέψη του όμως του είπε ότι δεν πρέπει να προκαταβάλλεται. Αφού η Μαρία δεν φαινόταν διατεθειμένη να μιλήσει από μόνη της, κάπως έπρεπε να αρχίσει αυτός να ξετυλίγει το κουβάρι της. Της έκανε κάποιες ερωτήσεις γι’ αυτή και την οικογένειά της. Η μόνη απάντηση που πήρε ήταν ότι φοιτούσε στο τμήμα Κοινωνιολογίας της Παντείου.
Τότε ο dr. Claro θυμήθηκε ότι την προηγούμενη φορά του είχε πει ότι ήταν σε μια πορεία διαμαρτυρίας για τον θάνατο του Αλέξη Γρηγορόπουλου, οπότε τη ρώτησε γι’ αυτό. Τα λόγια άρχισαν να βγαίνουν σαν χείμαρρος από το στόμα της. Μιλούσε ήρεμα και αργά, αιτιολογούσε και προβληματιζόταν:
«Θέλουμε Να Μάθουμε πώς να φτιάξουμε τις ζωές μας, πώς να φτιάξουμε μια καλύτερη κοινωνία και θέλουμε τη βοήθεια σας και όχι να μας αντιμετωπίζετε σαν απόβλητα και περιθωριακά στοιχεία»
Του είπε στο τέλος, κοίταξε το ρολόι της και σηκώθηκε.
«Η θεία μου με περιμένει πάλι κάτω στην καφετέρια. Θα έρθω και την Πέμπτη και μετά θέλει να της μιλήσετε για Να Μάθει πως είναι η κατάστασή μου. Λες και δεν την ξέρει…»
Ο dr. Claro δεν πρόλαβε ούτε να την αποχαιρετήσει. Η Μαρία είχε φύγει και η Ερμιόνη μπήκε μέσα και του άφησε στο τραπεζάκι δίπλα του το φάκελο του ραντεβού των 12.00 και την αλληλογραφία του.
Ο dr. Claro κοίταξε γρήγορα την αλληλογραφία του και ξεχώρισε έναν μπλε φάκελο χωρίς αποστολέα. Τον άνοιξε γρήγορα και βρήκε μέσα ένα μπλε επιστολόχαρτο. Στο κέντρο του περίπου ήταν γραμμένο με λευκά γράμματα:

«έχεις 23 ηΜέΡες για Να Μάθεις…»

Σάββατο 13 Δεκεμβρίου 2008

33 ηΜέΡες - ΜαύΡα γαΡίφαλα

9η ημέρα – Σάββατο 13 Δεκεμβρίου 2008

Ο dr. Claro ξύπνησε μεσ’ τον ιδρώτα. Είχε δει στον ύπνο του την Αφροδίτη του ντυμένη νύφη να αφήνει 24 ΜαύΡα γαΡίφαλα επάνω στον τάφο του. Έκανε ένα κρύο ντουζ, ντύθηκε και πήγε στο κοντινό mini market για ανεφοδιασμό σε κονσέρβες και καφέ.
Όταν γύρισε, συνειδητοποίησε ότι είχε βγει έξω με τις παντόφλες του. Έμεινε να τις κοιτά για λίγο, τις έβγαλε και πήγε ξυπόλητος στην κουζίνα. Έψαξε στο ξύλινο κουτί επάνω στον πάγκο, βρήκε τα χάπια του και τα πήρε μαζί με ένα ποτήρι γάλα.
Τα μάτια του κόλλησαν στο ημερολόγιο του τοίχου. Κύκλωσε με ένα στυλό την 5η Δεκεμβρίου και την 13η Δεκεμβρίου. Μέτρησε με τα δάχτυλα. Του έμεναν άλλες 24 ΜέΡες… ΜαύΡες;
Τον έλουσε ξανά ιδρώτας. Πήγε στο κρεβάτι του και κουκουλώθηκε στο σκοτάδι.

Παρασκευή 12 Δεκεμβρίου 2008

33 ηΜέΡες - Ποτέ ή Πότε;

8η ημέρα – Παρασκευή 12 Δεκεμβρίου 2008

Είχε περάσει μια βδομάδα από τότε που είχε λάβει το σημείωμα και τίποτα δεν είχε συμβεί. Εξάλλου τι θα μπορούσε να συμβεί στη ζωή του και να το ξέρει εκ των προτέρων κάποιος άλλος –και όχι ο ίδιος;
Ο dr. Claro είχε ένα κενό μεταξύ δύο συνεδριών και καθόταν στο γραφείο του και διάβαζε εφημερίδα. Έβγαλε τα γυαλιά του και έτριψε τα μάτια του. Τον κούραζε να διαβάζει στα ελληνικά. Μπέρδευε τους τόνους. «Ποτέ» διάβαζε, ενώ ήταν γραμμένο «πότε» και η Αφροδίτη του τον διόρθωνε.
Η Αφροδίτη του που τον κοίταζε μέσα από την κορνίζα που είχε πάνω στο γραφείο του. Χαμογελαστή. Την έβλεπε και του έφτιαχνε το κέφι και έβγαζε τη μέρα και έβγαλε τη μισή του ζωή στην Ελλάδα χωρίς να το καταλάβει.
Αυτό που κατάλαβε πολύ καλά ήταν τα τελευταία 3 χρόνια που χωρίς αυτήν ήταν μια αιωνιότητα και ένα τίποτα μαζί. Πως τολμούσε να του χαμογελάει ακόμη, ενώ τον είχε αφήσει μόνο και έρημο;
Αν ήταν εδώ, αυτή θα μπορούσε να προβλέψει τι θα γινόταν τις επόμενες 25 ημέρες στη ζωή του. Ποτέ δεν έπεφτε έξω. Αυτή τον ήξερε καλύτερα απ’ ότι ο ίδιος τον εαυτό του.
Πότε-πότε και αυτός της χαμογελούσε και τότε ήταν που εκείνη γελούσε με όλη της τη δύναμη. Τραντάζονταν το κορμάκι της και τράνταζε τη θλίψη του. Την έκανε χαρά και γαλήνη.
Άραγε, πότε θα αισθανόταν ξανά έτσι; Κάποια κύτταρα του θυμήθηκαν αμέσως εκείνες τις στιγμές και ρίγησε…

Πέμπτη 11 Δεκεμβρίου 2008

33 ηΜέΡες

7η ημέρα – Πέμπτη 11 Δεκεμβρίου 2008

- Buenos dias, Ερμιόνη. Πως είσαι;
- Καλημέρα σας, dr. Claro. Εγώ καλά είμαι. Αλλά…
- Αλλά τι, παιδί μου;
- Τον πατέρα μου έχουμε άσχημα στο νοσοκομείο.
- Ααα, γι’ αυτό δεν ήρθες τη Δευτέρα. Τι έχει;
- …καρκίνο…
- Που παιδί μου; Από πότε;
- Στο συκώτι… τον τελευταίο χρόνο… και τώρα έχει κάνει μεταστάσεις… Το ήξερε και δεν μας το έλεγε.
- Κουράγιο, παιδί μου.
- Αυτό που με ενοχλεί περισσότερο είναι που δεν μας το είπε…
- Του το είπες αυτό;
- Ναι, και μου απάντησε ότι ήθελε να ζήσει τις τελευταίες μέρες του όμορφα μαζί μας.
- Και της έζησε;
- Ναι, της έζησε … της ζήσαμε. Τον τελευταίο χρόνο πέρασα τόσες ώρες με τον πατέρα μου όσες δεν είχα περάσει τα προηγούμενα 27 χρόνια της ζωής μου. Να σας πω την αλήθεια… είχα παραξενευτεί λιγάκι, αλλά είχα τόσο ανάγκη να έρθω περισσότερο κοντά του που δεν το σκάλισα καθόλου…
- Και πολύ καλά έκανες! Μην έχεις τύψεις γι’ αυτό!
- Αν το ήξερα όμως… θα μπορούσα να κάνω κάτι … για να είναι αλλιώς τα πράγματα σήμερα. Είναι νέος ακόμα… γαμ… το καλοκαίρι θα κλείσει τα 60.
- Η ζωή του πατέρα σου ανήκει σε εκείνον και μόνον αυτός αποφασίζει πως θα τη βιώσει… μην του θυμώνεις, σε παρακαλώ. Αν χρειαστείς οτιδήποτε, πες μου.

έσφιξε για λίγο το χέρι της μέσα στις δυο του παλάμες και απομακρύνθηκε γρήγορα προς το γραφείο του. Εκείνο το «μην του θυμώνεις…» πως μπόρεσε να της το πει; Ακόμη και στους «ασθενείς» του που έρχονταν για να ακούσουν συμβουλές, αυτός αρνούνταν να τους δώσει μασημένη τροφή. Έπρεπε να βγάλουν μόνοι τους τα συμπεράσματά τους κι αυτός απλά τους βοηθούσε σε αυτή τη διαδικασία. Όχι! Δεν το έλεγε στην Ερμιόνη, στον εαυτό του το έλεγε; «μην… μην της θυμώνεις άλλο πια!…»

Τετάρτη 10 Δεκεμβρίου 2008

33 ηΜέΡες

6η ημέρα – Τετάρτη 10 Δεκεμβρίου 2008

Το γραφείο θα παρέμενε κλειστό και σήμερα. Ο dr. Claro το πρωί πήγε στο κρεβάτι του να κοιμηθεί. Όλο το βράδυ είχε μείνει ξάγρυπνος μέσ’ τα σκοτάδια του καθιστικού, χωρίς τηλεόραση, χωρίς ανταποκρίσεις. Δεν τις χρειαζόταν. Αυτός μύριζε τη βία, έστω κι αν είχε κλειστές τις πόρτες και τα παράθυρα. Σκεφτόταν και αναρωτιόταν για όλα αυτά που συμβαίνουν γύρω του. Ναι, έπιασε τον εαυτό του να τον ενδιαφέρει τι γίνεται γύρω του μετά από … αρκετά χρόνια … τότε που…
Ξύπνησε από τα μουστάκια της Lioz, που τρίβονταν στην αγκαλιά του. Μάλλον πείναγε. Είχε πάει 2.00 η ώρα. Πήγε στην κουζίνα και της έβαλε ξηρά τροφή και φρέσκο νεράκι. Αυτός δεν μπορούσε να φάει τίποτα. Από συνήθεια όμως άνοιξε-έκλεισε το ψυγείο και μετά ψαχούλεψε το ξύλινο κουτί πάνω στον πάγκο. Βρήκε τα χάπια του, τα πήρε στα χέρια του, τα κοίταξε για λίγα δευτερόλεπτα και μετά τα ξαναέβαλε μέσα.
Έβαλε να φτιάξει καφέ φίλτρου και κατέβασε το ημερολόγιο από τον τοίχο για να αλλάξει μήνα. Αύγουστος, Σεπτέμβριος, Οκτώβριος, Νοέμβριος, Δεκέμβριος. Τελείωνε και αυτός ο χρόνος. Τότε θυμήθηκε τις 33 ηΜέΡες. Πήρε μια κούπα με καφέ και πήγε στο γραφείο του. Το σχισμένο και συναρμολογημένο σημείωμα το είχε κολλήσει πάνω σε ένα περιοδικό. Το είχε παραλάβει την Παρασκευή και από τότε είχαν περάσει 5 ημέρες. Άρα, ότι ήταν να γίνει θα γινόταν σε 28 ημέρες. Ποιος να του το είχε στείλει άραγε; Τις σκέψεις του διέκοψε το κουδούνι της εξώπορτας. Δεν περίμενε κανένα και είχε πολύ καιρό να έρθει άνθρωπος στο σπίτι του.
Ανοίγοντας την πόρτα είδε την Ana. Ο dr. Claro πήγε να χαμογελάσει και μετά σαν να κατσούφιασε. Η Ana τον φίλησε στα μάγουλα και του είπε:

- Μην ανησυχείς, Claro! Δεν θα καθίσω πολύ. Πέρασα για ένα γεια, γιατί ήμουν εδώ στο κέντρο, στην συγκέντρωση της ΓΣΕΕ. Και είπα να δω μήπως δεν είχες πάει στη δουλειά…
- Ελα, έλα πέρνα! Μην με παρεξηγείς, με ξέρεις τώρα… Θες καφέ; Μόλις έφταξα. Μια στιγμή μόνο να βγάλω τις πυτζάμες και να βάλω κανένα παντελόνι.

Όσο ο dr. Claro άλλαζε, η Ana έβαλε καφέ και πήγε στο γραφείο του. Πάντα της άρεσε να χαζεύει τα βιβλία στην από τοίχο σε τοίχο και από το πάτωμα μέχρι το ταβάνι βιβλιοθήκη του. Αυτή τη φορά όμως τα μάτια της κόλλησαν στο σχισμένο σημείωμα: «έχεις 33 ηΜέΡες…». Το μυαλό της θόλωσε. Όταν μπήκε ο dr. Claro δεν μπόρεσε να πει λέξη, εξακολούθησε να κοιτάει το σημείωμα.

- Εδώ είσαι Anina;… Βλέπω βρήκες το σημείωμα. Δεν ήξερα αν έπρεπε να σου πω για αυτό, αλλά αφού το βρήκες… Μου το έστειλαν την περασμένη Παρασκευή σε ένα γκρι φάκελο, χωρίς αποστολέα. Στην αρχή δεν του έδωσα σημασία. Ούτε τώρα, βέβαια, του δίνω σημασία… Κάποια φάρσα θα είναι. Έλα πάμε να κάτσουμε στο σαλόνι, να μου πεις τα νέα σου...

Τρίτη 9 Δεκεμβρίου 2008

33 ηΜέΡες

5η ημέρα – Τρίτη 9 Δεκεμβρίου 2008

7.00 η ώρα το πρωί ο dr. Claro έπινε τον καφέ του στην κουζίνα. Δεν κοιμήθηκε όλο το βράδυ. Άκουγε σπασίματα, φωνές. Η μυρωδιά των καπνών και των χημικών του είχαν κλείσει το λαιμό. Αισθανόταν σαν να πολιορκείται. Τώρα όμως επικρατούσε ησυχία και οι μόνοι θόρυβοι που άκουγε ήταν από τα συνεργεία καθαρισμού του δήμου. Βγήκε στο μπαλκόνι του, κοίταξε τον ουρανό και μπήκε γρήγορα μέσα. Τι κι αν έσβησαν τις φωτιές, τα αποκαΐδια θα έμεναν για πολύ καιρό.
Τηλεφώνησε στο γραφείο του και πήρε τα μηνύματα από τον τηλεφωνητή του. Όλα τα σημερινά ραντεβού είχαν ακυρωθεί. Ποιος να τολμήσει να κατέβει στο κέντρο της Αθήνας για να δει τον ψυχολόγο του; Πήρε και την Ερμιόνη να της πει ότι το γραφείο σήμερα θα έμενε κλειστό. Μίλησε και με τον Λάζαρη τον παθολόγο που συστεγάζονται. Του είπε ότι στη διπλανή πολυκατοικία από το γραφείο έκαψαν την τράπεζα που ήταν στο ισόγειο.
Έβαλε να ακούσει λίγο Moricone, μπας και ηρεμήσει το μυαλό του. Τα χάπια του δεν του έκαναν τίποτα, οπότε αποφάσισε σήμερα να μην τα πάρει. Ξάπλωσε στον καναπέ και πήρε ένα σημειωματάριο. Είχε καιρό να γράψει, αλλά τώρα του βγήκε η ανάγκη. Τελικά το χέρι του έκανε ένα περίγραμμα του προσώπου της νεαρής κοπέλας που πήγε εχτές να τον δει. Έμεινε να το κοιτά και συνειδητοποίησε ότι έμοιαζε πολύ στην κόρη του την Christina. Είχε πολύ καιρό να της μιλήσει. Έπιασε το τηλέφωνο και σχημάτισε το νουμερό της. Μόλις άκουσε εκείνο το “clarito mio…” λύγισε. Τι τον είχε πιάσει και δεν απαντούσε στα τηλεφωνήματά της. Αφού έλιωνε όταν την άκουγε. Να μπορούσε μόνο να την άκουγε και να μην της μιλούσε. Τι να της απαντήσει στην ερώτηση της «είσαι καλά, clarito mio;» Τώρα δεν τον ρώτησε γι’ αυτόν αλλά για την κατάσταση στην Αθήνα. Είχε δει ένα εκτενές ρεπορτάζ με τα γεγονότα στο Rai Uno. Η Christina ζούσε τα τελευταία 3 χρόνια στη Ρώμη. Με πατέρα πορτογάλο και μητέρα ελληνίδα, βρήκε να παντρευτεί ιταλό. Ο dr. Claro την καθησύχασε ότι δεν είναι τόσο ανησυχητική η κατάσταση, έστω και αν μέσα του είχε τις αμφιβολίες του.
Η Christina έπρεπε να κλείσει γιατί είχε δουλειά και καθώς τον χαιρετούσε του είπε: «μην με ξεχνάς clarito mio!». Ο dr. Claro έκλεισε το τηλέφωνο κουνώντας το κεφάλι του. Δεν την ξέχναγε, δεν μπορούσε να την ξεχάσει, αλλά ήταν που αυτό το διάστημα ήταν κάπως…. κάπως χαμένος…

Δευτέρα 8 Δεκεμβρίου 2008

33 ηΜέΡες

4η ημέρα – Δευτέρα 8 Δεκεμβρίου 2008

Ο dr. Claro περπάτησε από την Αιόλου, που ήταν το σπίτι του, μέχρι την Ακαδημίας, που ήταν το γραφείο του. Ήταν μια απόσταση που την έκανε συνήθως σε 20 λεπτά. Σήμερα όμως έκανε πολύ περισσότερο. Τα μάτια του έτσουζαν. Δυσκολευόταν να αναπνεύσει. Ο αέρας στην πόλη ένιωθε ότι ήταν βαρύς από τις οργισμένες ανάσες των κατοίκων της. Περπατούσε και στο μυαλό του είχε την εικόνα του 15 χρονου παιδιού που σκοτώθηκε προχθές από έναν αστυνομικό, που καθήκον είχε να το προστατέψει…
Έφτασε στο γραφείο του, που συστεγαζόταν με δύο γιατρούς, έναν παθολόγο και έναν οφθαλμίατρο, ξεκλείδωσε και άναψε τα φώτα. Δεν ήταν κανείς άλλος εκεί. Η γραμματέας τους η Ερμιόνη του είχε τηλεφωνήσει νωρίτερα ότι δεν μπορούσε να έρθει για σοβαρό οικογενειακό λόγο. Φανταζόταν ότι το ραντεβού των 10.00 θα τον περίμενε έξω από την πόρτα. Ευτυχώς δεν θα ερχόταν, όπως άκουσε από το μήνυμα στον τηλεφωνητή τους. Είχε 20 λεπτά μέχρι τις 11.00, το επόμενο ραντεβού, οπότε ετοίμασε και ήπιε ένα διπλό εσπρέσσο, ενώ κοίταγε στο σημειωματάριο της Ερμιόνης να δει τι ραντεβού είχε σήμερα. Είχε 4 συνεδρίες, εκ των οποίων για τις 3 δεν χρειαζόταν καν να κοιτάξει τις σημειώσεις του, καθώς αφορούσαν άτομα που τα παρακολουθούσε πολύ καιρό. Απλά έβγαλε τους φακέλους τους για να τους συμπληρώσει κατά τις συναντήσεις. Το ραντεβού των 11.00 ήταν καινούργιο, Μαρία Παπαδάκη το όνομά της και καμία άλλη πληροφορία.
Στις 11.05 είδε να μπαίνει στο γραφείο του μια κοπέλα, γύρω στα 20. Χωρίς να χαιρετήσει, τον ρώτησε αν είναι ο dr. Claro και αφού αυτός της έγνεψε καταφατικά, αυτή έκατσε απέναντί του σε μια πολυθρόνα. Είχε κοντά ασπροβαμμένα μαλλιά και μεγάλα μαύρα μάτια. Είχε και έναν επίδεσμο στον μέτωπο και τα μάτια του dr. Claro κόλλησαν για μια στιγμή εκεί. Τότε η Μαρία του είπε:
«Ήμουν εχτές στην πορεία διαμαρτυρίας για τον Αλέξη, που αυτά τα καθίκια οι μπάτσοι τον …» δίστασε να ολοκληρώσει την πρότασή της. Πήρε μια ανάσα και συνέχισε: «Είναι η πρώτη φορά που πηγαίνω σε ψυχολόγο. Εγώ δεν ήθελα να έρθω, η θεία μου με πίεσε. Μένω μαζί της, γιατί σκοτώθηκαν πριν ένα χρόνο οι γονείς μου. Με περιμένει απέναντι σε μια καφετέρια και πρέπει να μείνω εδώ μια ώρα. Δεν έχω τίποτα να σας πω. Μην με ρωτήσετε τίποτα.…»
Ο dr. Claro δεν είπε τίποτα. Έμειναν και οι δύο να κοιτάνε το ρολόι μέχρι να πάει 11.45, οπότε η Μαρία σηκώθηκε, πλησίασε στο γραφείο άφησε 70 ευρώ, ο dr. Claro της τα επέστρεψε και η κοπέλα έφυγε.

Κυριακή 7 Δεκεμβρίου 2008

33 ηΜέΡες

3η ημέρα – Κυριακή 7 Δεκεμβρίου 2008

Ο dr. Claro αγνόησε για πολλοστή φορά το τηλέφωνό του. Το όνομα της Ana γραφόταν κάθε φορά στην οθόνη του κινητού του. Το σταθερό το είχε κατεβασμένο. Κάποια στιγμή της έστειλε ένα μήνυμα. «Συγκνόμη, δεν έχω διάθεση, δεν θα έρθω στο τραπέζι. Beijin». Και έτσι σταμάτησαν τα τηλεφωνήματα.
Κόντευε μεσημέρι, ντύθηκε πρόχειρα και βγήκε έξω. Κυριακή και η Αιόλου ήταν άδεια. Πήρε μια εφημερίδα και κατευθύνθηκε προς την Ομόνοια. Στα Mc Donalds μπήκε μέσα και έφαγε μια χορτόσουπα, chicken mc nuggets και μια coca cola light. Επέστρεψε στο σπίτι του, άφησε άθικτη την εφημερίδα σε μια πολυθρόνα και βούλιαξε πάλι στον καναπέ. Η Lioz κούρνιασε μέσα στην αγκαλιά του και γρήγορα τον πήρε ο ύπνος.
Όταν ξύπνησε ήταν 9.00 η ώρα το βράδυ. Σηκώθηκε και πήγε κατευθείαν στα χαρτιά της ανακύκλωσης, βρήκε το σχισμένο γράμμα και ταίριαξε τα κομμάτια του. Δεν ήταν παραίσθηση από τα ηρεμιστικά που έπαιρνε. Κάποιος πράγματι του είχε γράψει:
«έΧεις 33 ηΜέΡες…» …

Σάββατο 6 Δεκεμβρίου 2008

33 ηΜέΡες

(2η ημέρα – Σάββατο 6 Δεκεμβρίου 2008)

Ο dr. Claro το περασμένο βράδυ αποκοιμήθηκε στον καναπέ με την τηλεόραση ανοιχτή. Όταν ξύπνησε το Σάββατο το πρωί κάποιοι άνθρωποι χόρευαν τσιφτετέλι. Άλλαξε κανάλι, βρίσκοντας ψαχουλευτά το τηλεκοντρόλ μέσα στην κουβέρτα του και αμέσως μετά σχεδόν υπνοβάτησε μέχρι την κουζίνα. Έβαλε λίγο γάλα στην Lioz και ήπιε και αυτός ένα ποτήρι, παίρνοντας παράλληλα και τα πρωινά του χάπια. Επέστρεψε στον καναπέ και συνέχισε να κοιμάται ακούγοντας την τηλεόραση.
Το απόγευμα τον ξύπνησε ο ήχος του τηλεφώνου. Ήταν η φίλη του η Ana, ένας από τους λίγους ανθρώπους που μπορούσε να μιλήσει πορτογαλικά στην Αθήνα. Τον κάλεσε την Κυριακή το μεσημέρι για φαγητό με αφορμή τη γιορτή του άνδρα της, του Νίκου. Ο dr. Claro ποτέ δεν θυμόταν τις γιορτές των ορθοδόξων, αν και έμενε κοντά 30 χρόνια στην Ελλάδα. Της είπε ότι μάλλον θα πήγαινε, έκλεισε το ακουστικό και αφοσιώθηκε αποκλειστικά στη Lioz που είχε από ώρα χωθεί μέσα στην αγκαλιά του.
Τότε θυμήθηκε το γράμμα. Πήγε στο γραφείο του και το ξαναδιάβασε. Μήπως έπρεπε να μιλήσει για αυτό στην Ana; Έσκισε το χαρτί σε πολλά μικρά κομματάκια και το έριξε στη σακούλα για την ανακύκλωση. Παρήγγειλε μία πίτσα, έφαγε, πήρε τα βραδινά του χάπια και βούλιαξε ξανά στον καναπέ.

Παρασκευή 5 Δεκεμβρίου 2008

33 ηΜέΡες


Ο dr. Claro μπήκε μέσα στον μικρό προθάλαμο του σπιτιού του, κρατώντας στο ένα χέρι την βρεγμένη του ομπρέλα και στο άλλο την αλληλογραφία του και την τσάντα του. Έβγαλε την μαύρη καπαρντίνα του την τίναξε να φύγουν τα πολλά νερά, την έβαλε σε μια κρεμάστρα και την στερέωσε στον καλόγερο. Στην προσπάθειά του αυτή βράχηκαν λίγο οι φάκελοί του και όταν το παρατήρησε αυτό έμεινε για λίγο αποσβολωμένος να τους κοιτάει. Μετά έλυσε τα κορδόνια των παπουτσιών του και τα έβγαλε και αυτά για να φορέσει αμέσως τις παντόφλες του. Τώρα μπορούσε να μπει στο σπίτι του. Πήγε στο γραφείο του, άφησε την τσάντα του κάτω στο πάτωμα και άπλωσε τους φακέλους του πάνω στο γραφείο. Καθώς έβαζε ένα cd της Lhasa να παίζει, αισθάνθηκε την Lioz ανάμεσα στα πόδια του. Την πήρε αγκαλιά και κατευθύνθηκε προς την κουζίνα. Την έφερε στο μάγουλο του, την έτριψε, της μίλησε –αυτή του νιαούρισε- μέχρι που του ξεγλίστρησε και πήγε πάνω από το άδειο πιάτο της, κοντά στην μπαλκονόπορτα. Ο dr. Claro έβγαλε δύο κονσέρβες από το ντουλάπι και τις άνοιξε. Η μία ήταν για την Lioz –της την έβαλε κατευθείαν- και η άλλη γι’ αυτόν –την ζέστανε στο φούρνο μικροκυμάτων. Στο τέλος πρόσθεσε ελαιόλαδο και φρεσκοτριμμένο πιπέρι και έτοιμο το δείπνο του για σήμερα. Φασόλια με μπέικον. Έκατσε στο τραπέζι για να φάει. Τα κομμάτια του μπέικον τα ξεχώρισε στην άκρη, καθώς η γεύση τους του φάνηκε κάπως περίεργη. Όταν τελείωσε το φαγητό, άνοιξε το ξύλινο κουτί που είχε στην άκρη του πάγκου, το ψαχούλεψε, βρήκε τα βραδινά του χάπια και τα ήπιε με λίγο νερό. Ξαναμπήκε στο γραφείο του, η μουσική εξακολουθούσε να παίζει και χαμήλωσε λίγο την φωνή. Κοίταξε τους φακέλους. Ήταν ο λογαριασμός του νερού, ο λογαριασμός της πιστωτικής του κάρτας και ένας γκρι φάκελος. Πήρε στα χέρια του τον τελευταίο και έκατσε στην πολυθρόνα του. Τον κοίταξε γύρω γύρω. Δεν έγραφε επάνω αποστολέα και η δική του διεύθυνση ήταν δακτυλογραφημένη. Τον περιεργάστηκε αρκετά μέχρι που ένα κρεσέντο της μουσικής τον έκανε να τον ανοίξει βιαστικά για να αντικρίσει μέσα ένα γκρι επιστολόχαρτο. Στην αρχή νόμισε ότι ήταν άγραφο, αλλά έκανε λάθος. Κατάφερε τελικά να διακρίνει στη μέση του χαρτιού κάτι αχνά λευκά γράμματα που έλεγαν:
«εΧεις 33 ηΜέΡες…» …

Παρασκευή 28 Νοεμβρίου 2008

τΟ κΌκκΙνΟ μαντΉλΙ




εγΏ : 20…, 25…, 30…, 35…, 40…, 45…
50…, φτου και βγαίνω
ΟΙ άλλΟΙ : γιατί που ήσουν;

εγΏ : τα φύλαγα…
ΟΙ άλλΟΙ : γιατί;

εγΏ : για να μην τα χάσω…
ΟΙ άλλΟΙ : μαα…, δεν χάνονται!

εγΏ : δεν είμαι σίγουρη γι'αυτό...

είπα κι έβγαλα τΟ κΌκκΙνΟ μαντΉλΙ
από το κεφάλι μου
και τα κατάμαυρα μαλλιά μου
έφτασαν μέχρι τη μέση μου


ΟΙ άλλΟΙ : ουάου! παράξενα… μαλλιά. γιατί τα έκρυβες;
εγΏ : δεν τα έκρυβα. τα προστάτευα από τον ήλιο
για να μην ξεθωριάσουν

ΟΙ άλλΟΙ : είναι πολύ όμορφα, είναι δυνατά, λάμπουν…
είναι αλλιώτικα… !
εγΏ : αλήθεια;
ΟΙ άλλΟΙ : ναι, είναι πολύ ιδιαίτερα τα μαλλιά σου.
σου χαρίζουν πολύ. σε κάνουν πιο ωραία!

είπαν και άρχισα να ξαναμαζεύω τα μαλλιά μου
μέσα
στΟ κΌκκΙνΟ μαντΉλΙ
ΟΙ άλλΟΙ : γιατί κρύβεις ξανά τα μαλλιά σου, αφού
δεν έχει ήλιο για να τα προστατέψεις;
εγΏ : ….

ΟΙ άλλΟΙ : είναι τόσο όμορφα, άστα να τα θαυμάζουμε…,
να κλέψουμε λίγο από την ομορφιά τους
εγΏ : αυτό δεν το θέλω, με φοβίζει

ΟΙ άλλΟΙ : γιατί σε φοβίζει;
εγΏ : γιατί νομίζετε ότι μπορείτε να μου κλέψετε
την ομορφιά μου,
που όμως εγΏ ξέρω ότι πηγάζει από μέσα μου…
είπαν και χάιδεψα τΟ κΌκκΙνΟ μαντΉλΙ

ΟΙ άλλΟΙ : τότε δεν πρέπει να φοβάσαι,
δεν μπορούμε να σου κλέψουμε αυτή την ομορφιά σου
γιατί δεν τη βλέπουμε…
εγΏ : το ξέρω...

ΟΙ άλλΟΙ : άρα, δεν χρειάζεσαι
τΟ κΌκκΙνΟ μαντΉλΙ, δεν έχεις τίποτα να φοβάσαι
εγΏ : κι όμως, φοβάμαι... μην πιστέψω
κι εγΏ όπως και ΟΙ άλλΟΙ
ότι η ομορφιά μου είναι τα μαλλιά μου


είπα και στερέωσα καλά τΟ κΌκκΙνΟ μαντΉλΙ
και συνέχισα να μετράω, καθώς απομακρυνόμουν...
εγΏ : 55..., 60..., 65..., 70...,
75..., 80..., 85...
ΟΙ άλλΟΙ : ....

Σάββατο 22 Νοεμβρίου 2008

Για λίγη ζωή ακόμα

Πρωί, χαλαρό ξύπνημα. Η Σόνια και ο Τόνι βγαίνουν
αγκαλιασμένοι στο δρόμο.
Περπατάνε για λίγα μέτρα αργά. Έξω από το μετρό χωρίζονται
με ένα φιλί.
Μετά από 20 λεπτά η Σόνια είναι στο γραφείο. Καλημέρες,
πολλές καλημέρες. Ένα τσάι στο χέρι
και συνάντηση στην αίθουσα συσκέψεων.
Συζήτηση, ιδέες, διαφωνίες, χαμόγελα, γκριμάτσες, αποδοκιμασίες.
Ένα σνάκ στις 1.00 για λίγη αποφόρτιση.
Επιστροφή στο γραφείο και δουλειά μέχρι τις 5.30.
Το project της θέλει
λίγες βελτιώσεις ακόμη. Τις αφήνει για αύριο.
Κλείνει τους φακέλους της, αποχαιρετά τους λίγους,
που έχουν μείνει ακόμη και φεύγει.
Σε 10 λεπτά
μέσα από το πάρκο η Σόνια είναι στης γιαγιάς της.
80 χρονών και την βρίσκει να απλώνει την μπουγάδα
με λίγη βοήθεια από τον παππού, 81 χρονών,
που κάθεται σε μια καρέκλα και της δίνει τα μανταλάκια.
Τους βοηθά να τελειώσουν λίγο γρηγορότερα.
Μπαίνουν μέσα, η γιαγιά φτιάχνει καφεδάκια, τα πίνουν,
μιλάνε για λίγο.
Καθώς η Σόνια βάζει το μπουφάν της για να φύγει,
η γιαγιά τής υπενθυμίζει ότι πρέπει
να περάσει για λίγο από τον σύμβουλο υγείας τους,
για να του δώσει το ετήσιο επίδομά του,
επειδή και φέτος δεν αρρώστησαν.
Τα τελευταία χρόνια έχει αναλάβει αυτή τη διεκπεραίωση
για χάρη της γιαγιάς και του παππού.
Μόνο πέρυσι δεν τον πλήρωσε, που ο παππούς κρυολόγησε
και χρειάστηκε για λίγες μέρες να κάνει μια αγωγή
που βέβαια πλήρωσε ο σύμβουλος υγείας τους.
Δεν έχει
ακόμη
νυχτώσει και η Σόνια περνάει από της Μαρίας.
Βρίσκει εκεί και την Μπέτυ, τον Λουκά και την Μάρα.
Κουβεντούλα, πως ήταν
η μέρα του ενός, πως ήταν του άλλου.
Πεινούν, μαγειρεύουν μια ομελέτα λίγο αλμυρή.
Αλάτι και πολύ τυρί.
Την τρώνε και έρχεται και ο Τόνι
με ένα ταψί γαλακτομπούρεκο ζεστό. Πάνω που χρειαζόντουσαν
κάτι λίγο γλυκό.
Συζητάνε για ένα ταξιδάκι το σαββατοκύριακο. Για λίγη απόδραση.
Να παίρνανε το τρένο, το πλοίο ή το αεροπλάνο
και όπου τους έβγαζε.
Έξω,
στο δρόμο ξανά, η Σόνια και ο Τόνι.
Η πόλη να βρυχάται ήρεμα και λίγο νυσταγμένα.
Περπατάνε κατά μήκος του ποταμού. Πολύς ο κόσμος, αν και
κάνει λίγο κρύο.
Μερικά παιδιά κυνηγιούνται. Μαζί τους και μερικοί μεγάλοι.
Κάποιος παίρνει τον σκούφο της Σόνιας. Αυτή τρέχει
και τον φθάνει. Εκείνος γυρίζει απότομα, την κοιτάζει,
διστάζει για λίγο
και της δίνει πίσω τον σκούφο της.
Έρχεται και ο Τόνι, την παίρνει από το γυμνό της χέρι
και περνάνε
στην απέναντι όχθη. Πάνω από την παλιά γέφυρα.
Εκεί είναι λίγο πιο ήσυχα. Κάθονται
σε ένα παγκάκι,
χαζεύουν το φεγγάρι,
τις αντανακλάσεις του στο νερό. Μαγεύονται. Βουβοί για λίγο.
Λίγο περπάτημα
ακόμη και πίσω στο σπίτι τους.
Πέφτουν στο κρεβάτι, αγκαλιάζονται,
ενώνονται τρυφερά για λίγο…δυνατά για λίγο…
τρυφερά για λίγο…
Γέρνουν στο πλάι και αποκοιμιούνται
για λίγο...
μέχρι να ξαναξυπνήσουν
για λίγη ζωή ακόμα.

Τρίτη 18 Νοεμβρίου 2008

Συγνώμη darling...





Συγνώμη darling...

Σε άφησα να βυθίζεσαι,
να συρρικνώνεσαι, να κόβεις την ανάσα σου.
Στο είχα κάνει και άλλες φορές στο παρελθόν αυτό
και όλο έλεγα «είναι δυνατή αυτή, θα αντέξει».
Βαρυγκωμούσες, έχανες αίμα και ιδρώτα,
έσφιγγες τα δόντια,
πόναγες σιωπηλά και στο τέλος άντεχες.
Όσο εσύ άντεχες,
εγώ γινόμουν πιο υπερόπτης, πιο αλαζόνας.
Σκεφτόμουν αφού μπορείς να περπατήσεις, μπορείς να τρέξεις.
Αφού μπορείς να τρέξεις, μπορείς να ανέβεις στο βουνό.
Αφού μπορείς να ανέβεις στο βουνό,
μπορείς να φτάσεις στην άλλη άκρη του κόσμου,
μπορείς …
Και τελειωμό δεν είχαν τα «μπορείς».

Συγνώμη darling,
που ξεπέρασα τα όριά σου.

Ήθελες να παίξεις,
να χαρείς, να φωνάξεις,
να εκφραστείς, να ζωγραφίσεις
και δεν σε άφηνα.
Δεν σε άφηνα για να μην ενοχλήσεις,
να μην ξυπνήσεις τους "μεγάλους",
να μην τους λερώσεις,
να μην ταράξεις τους κύκλους τους.
Σου απαγόρευσα το χαμόγελο,
την αφέλεια,
την παιδικότητά σου.

Συγνώμη darling,
που σε βίασα να μεγαλώσεις.

Αισθανόσουν και έδειχνες διαφορετική
και εγώ πάντα σε έκοβα και να σε έραβα στα μέτρα των άλλων,
τα κοινά, τα αποδεκτά.
Δικαιολογούμουν ότι έτσι έπρεπε να γίνει,
ότι έτσι είναι το σωστό.
Το σωστό των άλλων.
Για το δικό σου δεν σε ρώτησα ποτέ.
Οι άλλοι ήξεραν, οι άλλοι άξιζαν περισσότερο.

Συγνώμη darling,
που δεν είδα your abnormal beauty.

Ήθελες αγάπη και εγώ σου έλεγα ότι έχεις ατέλειες
-στραβά πόδια, μεγάλη κοιλιά, λίγα μαλλιά, μικρό στήθος-
και δεν μπορεί κανείς να σε αγαπήσει.
Ήθελες φως και εγώ σου έλεγα ότι παντού κυριαρχεί το σκοτάδι.
Στα είπα τόσες φορές που και εσύ τα πίστεψες.
Σκυθρώπιασες, σιώπησες,
πείσμωσες...
έπαψες να λάμπεις.

Συγνώμη darling,
που σου έκοψα τα φτερά σου.

Μου έλεγες πως ένιωθες κούραση
σε κάθε μόριο της ύπαρξής σου
κι εγώ σου έλεγα ότι είσαι υπερβολική,
παρανοϊκή,
ότι όλοι περνούν δυσκολίες.
Με κοίταζες ικετευτικά
και εγώ έκλεινα τα μάτια
να μην βλέπω τον πόνο σου,
να τον εξαφανίσω.

Συγνώμη darling,
που σε άφησα να αιμορραγείς.
Σε οδηγούσα στον θάνατο και
αρνιόμουν να δω τις ευθύνες μου.
Εξάλλου,
άλλοι σε τρύπησαν,
σε νάρκωσαν,
σε έκοψαν στα δυο,
βεβήλωσαν τον ναό σου.
Και εγώ απλά να παρακολουθώ,
να γίνεσαι ένα τσουβάλι κόκαλα.
Να φοράς την "όμορφη" περούκα σου,
να περιφέρεσαι θαρραλέα
και να ζητάς βοήθεια από κουφούς,
ανήμπορους…

Συγνώμη darling,
που δέχθηκα να ανταλλάξω
το θάνατό σου
με τη ζωή μου…


(update edition: αφαίρεσα κάτι που μου ακουγόταν "βαρύγδουπο")

Παρασκευή 14 Νοεμβρίου 2008

Σαν ωρολογιακή βόμβα


“Επέστρεφε συχνά και παίρνε με την νύχτα,

Όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται”*

διάβασε ο Τόνι στην αρχή του e-mail και ανοιγόκλεισε τα μάτια του. Απομακρύνθηκε λίγο από το γραφείο και έκανε δυο σβούρες επιτόπου με την σούπερ εργονομική του καρέκλα. Ξαναστερέωσε τα χέρια του στο γραφείο για να πάρει νέα ώθηση. Έκανε μισή στροφή ακόμη και φρέναρε απότομα με τα κοντά του πόδια.

Το τηλέφωνο, το τηλέφωνο πάλι χτυπούσε και έπρεπε να το σηκώσει. Είπε μερικά «ναι», ένα «όχι» και τελείωσε με ένα «ναι αμέσως». Έφερε πιο κοντά την καρέκλα στο γραφείο και άρχισε να πληκτρολογεί γρήγορα. Έπρεπε να στείλει άλλο ένα e-mail.

Διάβασε αυτό που είχε γράψει και δεν έβγαζε νόημα. Λέξεις μπερδεμένες. Ανάκατα αυτά που έπρεπε να γράψει στον πελάτη από τα Τρίκαλα με άλλα που του περνούσαν από το μυαλό του και που αφορούσαν την Σόνια. Δικό της ήταν το mail που άρχισε να διαβάζει λίγο πριν. Αυτήν σκεφτόταν όταν αυτοστροβιλιζόταν.

Όμως, τον πελάτη από τα Τρίκαλα έπρεπε να σκεφτεί τώρα. Δύσκολο του ήταν, αλλά το καλό το παλικάρι ήξερε κι άλλο μονοπάτι. Άνοιξε ένα παλιό e-mail, έκανε copy – paste, άλλαξε ημερομηνίες, ποσότητες, ονόματα και έτοιμη η προσφορά. Σε τρία λεπτά θα έχει φτάσει και στα Τρίκαλα.

Σύρθηκε με την καρέκλα του μέχρι το παράθυρο. Έβρεχε έξω και το τζάμι είχε θαμπώσει. Το καθάρισε λίγο με την παλάμη του. Είδε τον κόσμο στον δρόμο να περπατάει γρήγορα. Είδε την Σόνια να σηκώνει την άσπρη φούστα της, να κάθεται επάνω του και να τρίβεται. Να τον φιλάει στο λαιμό, να γλείφει το αυτί του, να του χαϊδεύει το πρόσωπο και μετά απότομα να σκύβει και να χάνεται μέσα στο κατεβασμένο του παντελόνι. Αυτή τη σκηνή με διάφορες παραλλαγές την έπαιξαν πολλές φορές εχτές το βράδυ και τώρα την είχε βάλει στο repeat του μυαλού του.

Το πρωί δεν την καλημέρισε. Κοιμόταν όταν αυτός έφυγε. Και μετά ήρθε το e-mail της. Να ήταν άραγε λόγια δικά της αυτά; Του πέταγε κάτι κουλά βαρύγδουπα που και που και αυτός της χαμογελούσε δήθεν αδιάφορα, δήθεν με νόημα. Τι να του έγραφε άραγε τώρα παρακάτω; Η βροχή είχε δυναμώσει και το τζάμι θόλωνε όλο και πιο γρήγορα και ο Τόνι είχε βαλθεί να το καθαρίζει. Μπορούσε κάλλιστα να ανοίξει το mail, να διαβάσει τη συνέχειά του. Δεν ήταν δα και καμιά ωρολογιακή βόμβα.

Το τηλέφωνο χτύπησε ξανά. Απάντησε, είπε τρία «ναι», δύο «όχι» και τελείωσε με ένα «ναι βεβαίως». Άνοιξε αμέσως ένα παλιό αρχείο έκανε copy – paste, δυο τρεις αλλαγές, πάτησε «αποστολή» και το e-mail έφυγε για τον πελάτη στην Φλώρινα. Μετά ένα κλικ στα εισερχόμενα, και ένα δεύτερο κλικ και το mail της Σόνιας ήταν ανοιχτό μπροστά του. Διάβασε ξανά τις δύο πρώτες σειρές και συνέχισε:

Χθες βράδυ ο χρόνος σταμάτησε για λίγο,

όταν μου είπες «σ’ αγαπώ» ψιθυριστά με το κορμί σου…

σταμάτησε να διαβάζει και έσπρωξε πάλι την καρέκλα προς το παράθυρο. Είχε σκοτεινιάσει και ακόμη τα φώτα στον δρόμο δεν είχαν ανάψει. Μαύρη θολούρα. Οι φλέβες του φούσκωναν, η καρδιά του χτύπαγε δυνατά… σαν ωρολογιακή βόμβα.
..................
(*οι δύο πρώτοι στίχοι είναι από ποίημα του Καβάφη)
αφιερωμένο σε όσους "δυσκολεύονται"
με τα συναισθήματά τους...
να έχετε ένα διασκεδαστικό σαββατοκύριακο
με πολλά όμορφα συναισθήματα!!!!!

Τρίτη 11 Νοεμβρίου 2008

Η χλωροφύλλη του φόβου

Η χλωροφύλλη είναι ουσία.
Ο φόβος είναι συναίσθημα.
Η χλωροφύλλη ρέει μέσα στα κύτταρα των φυτών.
Ο φόβος απομυζά τα κύτταρα των ανθρώπων.

Χωρίς την χλωροφύλλη τα φυτά δεν ζουν.
Χωρίς τον φόβο οι άνθρωποι νομίζουν ότι δεν μπορούν να ζήσουν.
Χωρίς την χλωροφύλλη τα φυτά θα ήταν πετρώματα.
Χωρίς τον φόβο οι άνθρωποι θα ήταν απολιθωμένοι ήρωες.

O Tόνι σηκώθηκε και άρχισε να ντύνεται καθώς πήγαινε προς την πόρτα. Έφτασε μέχρι το χωλάκι. Το μετάνιωσε. Κοντοστάθηκε. Έμεινε ακίνητος, μες τις σκέψεις του. Δεν γύρισε, όμως, να την κοιτάξει. Ούτε κι αυτή μιλούσε, πια. Ένιωθε μια δύναμη να τον σπρώχνει να τρέξει, να βγει στον καθαρό αέρα. Ξημερώματα και έπαιρνε την κοπέλα του κάποιος «άγνωστος» από το μπαρ που αυτή δούλευε. Γιατί; Γιατί ήταν μεθυσμένος… Σαν να του έλεγε ψέματα απόψε…
«Μα ποιον πάει να κοροϊδέψει; Λες και δεν έχω φάει κι εγώ τα νιάτα μου στη νύχτα. Γιατί να του δώσει το τηλέφωνό της; Αυτή δεν τα κάνει αυτά. Δεν παίζει. Μόνο…μόνο αν δεν με θέλει πια. Έχει κουρνιάσει στο κρεβάτι και περιμένει να φύγω. Να φύγω για να τον πάρει τηλέφωνο. Τον θέλει. Γι’ αυτό δεν με σταματάει. Όσες φορές έχω πάει να φύγω με έχει σταματήσει. Τώρα, τώρα όμως… δεν κάνει καμία κίνηση. Δεν με θέλει πια …»

«Πάει προς την πόρτα.» σκέφτεται η Τόνια. «Δεν με πίστεψε και με το δίκιο του. Τι το ήθελα να ανοιχτώ σε εκείνον τον τύπο; Να του δώσω και το τηλέφωνό μου! Ο Τόνι έφταιγε, αυτός που μου εμφανίστηκες στο μπαρ με την πρώην του. Έτσι είσαι κύριε; Νομίζεις ότι μόνο εσύ έχεις πέραση; Το δαχτυλάκι μου να κουνήσω και… μπορώ να έχω όποιον θέλω.» βυθίζει το πρόσωπό της η Τόνια κι άλλο στο μαξιλάρι και σιγομουρμουρίζει «Αχχ, μακάρι να μην φτάσει μέχρι την πόρτα, να γυρίσει και να’ ρθει να με αγκαλιάσει. Εγώ δεν έχω τη δύναμη να τον σταματήσω. Μετά από αυτό που του έκανα δεν θα με θέλει πια. Σίγουρα, δεν με θέλει πια …»
Θόρυβος ακούγεται από την αυλή, ο κηπουρός κουρεύει το γκαζόν. Σωματίδια σκόνης εισβάλλουν στο δωμάτιο. Η δροσόπικρη γεύση της χλωροφύλλης φτάνει στο λαιμό της Τόνιας, στο λαιμό του Τόνι. Τους πνίγει...
Η χλωροφύλλη του φόβου τους.

Παρασκευή 7 Νοεμβρίου 2008

Μια μικρή μηλιά (τίποτα δεν χάνεται)


(μέρος δεύτερο – τα φιλιά)

Πέρασαν οι μήνες και ήρθε ο Οκτώβρης. Η μικρή μηλιά ίσα που κατάφερνε να στέκεται όρθια μέσα στο τεράστιο κτήμα. Τώρα για παρέα της είχε λίγα αγριόχορτα, που είχαν φυτρώσει παρά την παρατεταμένη ξηρασία. Αυτά είχαν προσπαθήσει πολλές φορές να της μιλήσουν, μα απάντηση δεν έπαιρναν.
Συνέχιζαν να της μιλούν, γιατί την λυπόντουσαν έτσι όπως ήταν γυμνή, χωρίς φύλλα, χωρίς καρπούς, με τον κορμό της χαραγμένο, έτοιμο να ξεφλουδίσει. Είχε βγει η φήμη ότι μάλλον είχε πέσει κεραυνός και την έκαψε και το μόνο που ήταν ζωντανό πάνω της ήταν οι ρίζες της, που έφταναν αρκετά βαθιά. Επιπλέον, έλεγαν ότι κάτω από τα ξεραμένα φύλλα στο έδαφος είχαν δει μερικούς σπόρους της μικρής μηλιάς και είχαν κιόλας μιλήσει μαζί τους.
Μια μέρα ήρθε ξανά και ο άνεμος και έπαιξε με τα αγριόχορτα και τους είπε για την μηλιά, για το πώς ήταν παλιά, για το τι την είχε μαραζώσει, για το φίδι και το φόβο της μήπως της δαγκώσει το μοναδικό καρπό της, για το πώς τελικά έχασε τον μοναδικό της καρπό.
«Μα τίποτα δεν χάνεται στη φύση» είπε ένα τρυφερό χορταράκι. Και όλοι έμειναν σιωπηλοί για λίγο και μετά συνέχισαν να παίζουν μέχρι το σούρουπο που ο άνεμος κουράστηκε και κόπασε. Αυτό συνεχίστηκε για πολλές μέρες. Ο άνεμος ερχόταν την αυγή, έπαιζε με τα αγριόχορτα και εξαφανιζόταν το βράδυ.
Ώσπου μια μέρα μεσημέρι ο άνεμος δυνάμωσε πολύ σαν να αγρίεψε. Κάποια μαύρα κατάξερα κλαδιά της μηλιάς έσπασαν και την ξύπνησαν από τον λήθαργό της. Άνοιξε λίγο τα μάτια της και είδε τον άνεμο να την ξεφλουδίζει, να της παίρνει ότι νεκρό είχε επάνω της. Αισθανόταν την δροσερή πνοή του και άρχιζε να νιώθει πιο ανάλαφρη. Τότε θυμήθηκε την παλιά της επιθυμία. Ίσως τώρα να μπορούσε να πετάξει και να φτάσει στον ουρανό.
Άνοιξε διάπλατα τα μάτια της με προσμονή. Τόσο δυνατό άνεμο δεν είχε αισθανθεί ποτέ πριν. Μήπως όμως ήταν αυτή πολύ αδύναμη; Έκανε μια προσπάθεια να τεντωθεί, να εκμεταλλευτεί την κακή της κατάσταση για να κοπεί στα δύο, να αφήσει πίσω τις ρίζες της. Μάταια όμως, μόνο κομμάτια από τον κορμό της αιωρούνταν στον αέρα, αλλά αυτή έμενε ολόκληρη –ότι είχε απομείνει από αυτή- γερά ριζωμένη στη γη.
Άκουσε ψιθύρους στον αέρα, φωνούλες γαργαλιστικές που δυνάμωναν, που της φαινόντουσαν γνώριμες και είδε μεσ’ τη δίνη του ανέμου να στροβιλίζονται οι μικροσκοπικοί της σπόροι. Ναι, οι σπόροι της. Δυσκολεύτηκε να το πιστέψει. Προσπάθησε να τους φωνάξει, να έρθουν κοντά της, αλλά μιλιά δεν έβγαινε. Ίσως ο άνεμος να της έφερνε τους καρπούς της. Αλλά ούτε και αυτό έγινε.
Ο άνεμος είχε άλλο σχέδιο. Ανέβαζε όλο και πιο πολύ τους σπόρους στον ουρανό. Τους γύρναγε ανάμεσα στα σύννεφα, τους έφερνε στον ανοιχτό ουρανό, τους ξαναγύρναγε στα σύννεφα, ώσπου ο ουρανός σκοτείνιασε και έκρυψε τους σπόρους της μηλιάς. Τότε η μικρή μηλιά δάκρυσε από χαρά και ανακούφιση. Ένιωθε ότι είχε επιτέλους φτάσει στον ουρανό, ότι μόνο έτσι μπορούσε να φτάσει στον ουρανό, μέσω των σπόρων της.
Βροντές δυνατές ακούστηκαν και αστραπές φώτισαν τον ουρανό. Η μέρα έγινε νύχτα και μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα ξανά μέρα. Οι πρώτες σταγόνες βροχής έπεφταν και φίλαγαν την διψασμένη γη. Και όσο περισσότερο νερό ρουφούσε η γη, τόσο περισσότερο νερό ήθελε για να σβήσει την κάψα της. Και η βροχή ανταποκρινόταν και συνέχιζε με πάθος να φιλάει τη γη.
Μέσα σε αυτή την καταιγίδα η μικρή μηλιά αισθάνθηκε τους σπόρους της να πέφτουν από τον ουρανό μέσα στα ανοιχτά σπλάχνα της γης. «Εκεί που έπρεπε να καταλήξουν, με βάση τους νόμους της φύσης» σκέφτηκε η μικρή μηλιά και αφέθηκε να απολαμβάνει και αυτή τα φιλιά της βροχής.
Συνέχισε να αστράφτει, να βροντάει, να βρέχει για ώρες ακόμη και μετά τα σύννεφα διαλύθηκαν, η γη βαριανάσαινε χορτασμένη, ο ουρανός ήταν ξανά καθάριος μπλε και ένα αχνό πολύχρωμο ουράνιο τόξο στεφάνωνε τον ορίζοντα.


(επίλογος)

Πέρασε ο καιρός και ήρθε η Άνοιξη. Το κτήμα έσφυζε από ζωή. Η μικρή μηλιά είχε μεγαλώσει, είχε βρει ξανά τις δυνάμεις της, είχε βγάλει ζωηρά βλαστάρια, καταπράσινα καινούργια φύλλα και ευωδιαστά άνθη. Ήταν μια φουντωτή κούκλα ζωγραφιστή. Διάφορα ζωύφια τιτίβιζαν στον αέρα και η μηλιά χαιρόταν πραγματικά πάλι. Είχε ξαναβρεί τη μιλιά της και μίλαγε ασταμάτητα. Μίλαγε στα ζωύφια, μίλαγε στα αγριόχορτα που είχαν καλύψει ολόκληρο το κτήμα, μα πιότερο μίλαγε στις δύο καινούργιες μικρές μηλίτσες που είχαν φυτρώσει κοντά της. Τους μίλαγε και αυτές μεγάλωναν. Και μίλαγε περισσότερο…
Στη φύση τίποτα δεν χάνεται!
καλό σαββατοκύριακο,
ομορφιές μου!!!!!!!

Πέμπτη 6 Νοεμβρίου 2008

Μάτια μου

Μάτια μου πολύχρωμα,
καθάρια μια φορά,
γιατί ντυθήκατε στα γκρι,
στα «δεν»,
που πνίγουν τη στιγμή;

Για κάποιον,
που ύψωσε φωνή;
Μα αυτός δεν ήξερε,
δεν τον είχαν μάθει

να αγαπά,
ούτε να αγαπιέται.

Πως να αγκαλιάσει,
τότε;
Και εσείς

στης φάκας το κλουβί,
μια αλυκή μες το φαΐ,
στραγγίσατε,
ξανά.
Κλαίτε,
κλαίγατε, το ξέρω.
Μην κρύβεστε, όμως μη…
μάτια γεμάτα πόνο,
χωρίς πνοή,
με θλίψη,
πως γίνεται να δώσατε ζωή;
Και τώρα εσείς,
όπως στο 0,
όπως στο 3,
όπως στο 16,
όπως στο 31,
όπως στο πάντα μου,
βλέφαρα κολλημένα.

Μίζερα δάκρυα,
λειψά.
Ποιον εξοφλάτε;
Τι;
Ζωή μισή,
της υπομονής

ή της δειλίας θύμα;
Έγνοιες πολλές,
για τα ευτελή.

Καθρέπτες φρικτοί.
Μην κλαίτε,
σας παρακαλώ,
μάτια μου μικρά,
μην κρύβετε το φως σας
από εμάς,
τα φωτολούλουδά σας.
Γιατί είμαστε εδώ,

ακόμη,
για εσάς,
τις ενοχές των γέλιων σας
να διώξουμε.

Μάτια μου γυάλινα,
θολά,
μην στρέφεστε αλλού,
δεν θα πεθάνω,
θα είμαι εδώ.
Μόνο αφησέ με,

να πάω να φέρω τη χαρά
και το άλλο σου μισό,
μαμά…

Δευτέρα 3 Νοεμβρίου 2008

Ένας χρόνος ακόμη και


ε ί μ α ι

ζ ω ν τ α ν ή


να αγναντεύω

να σκέφτομαι

να αγαπάω

να ελπίζω ...
να δημιουργώ, να απογοητεύομαι, να κοιμάμαι, να ερωτεύομαι, να μεθώ, να ταξιδεύω, να απογειώνομαι, να γειώνομαι, να σέρνομαι, να μιλάω, να χορεύω, να λάμπω, να ονειρεύομαι, να βαλτώνω, να ασχημαίνω, να διαβάζω, να γράφω, να ζωγραφίζω, να μουτζουρώνω, να σχίζω, να εκφράζομαι, να σιγοτραγουδάω, να φωνάζω, να νανουρίζω, να πέφτω, να χτυπάω, να περιμένω, να γελάω, να χαίρομαι, να πονάω, να ανασκουμπώνομαι, να δίνομαι, να λαχταράω, να χάνω, να φοβάμαι, να κολυμπάω, να κερδίζω, να μεγαλώνω, να τσαλαβουτάω, να αναπνέω, να βαρυγκωμάω, να μικραίνω, να μπουσουλάω, να βλέπω, να απολαμβάνω, να φιλάω, να θυμώνω, να αγανακτώ, να προχωρώ, να αντιστέκομαι, να γεννοβολώ, να εκλιπαρώ, να μετουσιώνομαι, να προσφέρω, να ρωτώ, να απαντώ, να φεύγω, να τρέχω, να βοηθάω, να συνυπάρχω, να απομονώνομαι, να πιστεύω, να σέβομαι, να νευριάζω, να ερωτοτροπώ, να ξυπνάω, να αφουγκράζομαι, να ακούω, να ξενυχτάω, να εργάζομαι, να κουβεντιάζω, να λυπάμαι, να συμπάσχω, να φιλοξενώ, να ξαποστέλνω, να υποστηρίζω, να αποδέχομαι, να αγκαλιάζω, να ψεύδομαι, να κρύβομαι, να προστατεύω, να παραδίνομαι, να εξαρτιέμαι, να μεγαλουργώ, να πληγώνομαι, να γονατίζω, να σιωπώ, να τρώω, να καλλιεργώ, να δανείζω, να κάθομαι, να περιτριγυρίζω, να σηκώνομαι, να ομορφαίνω, να γερνάω…

Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 2008

Μια μικρή μηλιά

(μέρος πρώτο)
Το κόκκινο μήλο κ η μαύρη οχιά

Μια μέρα του Ιούνη, μια μικρή μηλιά στεκόταν μόνη της μέσα σε ένα τεράστιο κτήμα. Μέχρι πριν από λίγες μέρες το χωράφι ήταν γεμάτο σιτάρι. Και η μηλιά ευχαριστιόταν να κουβεντιάζει μαζί του, ενώ ο δροσερός άνεμος έπαιζε ανάμεσά τους και έκανε τα ζωηρά φύλλα της μηλιάς να θροΐζουν και τα σιτάρια να λικνίζονται.

Τώρα ο άνεμος είχε χαθεί. Το σιτάρι το είχαν μαζέψει και η μικρή μηλιά αισθανόταν κάθε μέρα περισσότερο τη μοναξιά της. Ένιωθε κουρασμένη και τα είχε βάλει με τον ήλιο που έκαιγε ξανθόπυρος και της στέγνωνε τους χυμούς της. Επιπλέον, είχε απογοητευτεί με τους ανθρώπους, οι οποίοι είχαν μέρες να φανούν για να την ποτίσουν.

Πέρασε ο καιρός και μπήκε ο Αύγουστος και κανέναν δεν είχε βρει η μικρή μηλιά για να μιλήσει. Η ξηρασία από τη μία και η θλίψη της από την άλλη την είχαν τσακίσει τόσο που, έριξε τους λιγοστούς καρπούς της - όλους εκτός από έναν που κατάφερε να παραμείνει γραπωμένος επάνω της.

Τότε η μικρή μηλιά αποφάσισε ότι δεν είχε κανένα λόγο να είναι κολλημένη στη γη και ότι ήθελε να φτάσει στον ουρανό ψηλά, πιο πάνω και από τον ήλιο. Άρχισε να τεντώνει τα αδύναμα κλαδιά της προς τον ουρανό, αλλά δεν μπόρεσε να τον αγγίξει.

Ένα απόγευμα εκεί που κοίταζε όλο προσμονή τον γαλανό ουρανό, μήπως δει κανένα πουλί να το ρωτήσει πως θα μπορούσε να φτάσει στον ουρανό, αισθάνθηκε κάτι να χαϊδεύει τον κορμό της. Κοίταξε κάτω και είδε ένα φίδι να έχει κουλουριαστεί στο λαιμό της.
- «Οχιά δεν είσαι εσύ» ρώτησε η μικρή μηλιά.
- «Ναι, άσε με να ξαποστάσω λίγο στη σκιά σου» αποκρίθηκε το φίδι.
- «Μπορείς να ξαποστάσεις όσο θέλεις, εξάλλου εγώ παρέα θέλω» ξαναείπε χαρούμενη η μηλιά που επιτέλους είχε βρει κάποιον να μιλήσει.

Το φίδι της αφηγήθηκε τι είχε συναντήσει στα ταξίδια του και η μικρή μηλιά τι παιχνίδια έκαναν με το σιτάρι και τον άνεμο. Η ώρα είχε περάσει και ο ήλιος αποσυρόταν αφήνοντας στον ορίζοντα την πορφυρένια του ανάσα.
- «Εσύ που έχεις δει τόσα, μήπως ξέρεις να μου πεις πως μπορώ να φτάσω τον ουρανό;» ρώτησε η μικρή μηλιά.
- «Ξέρω, αλλά τι θα μου δώσεις για μια τόσο πολύτιμη πληροφορία» αντιρώτησε το φίδι.
- «Τον ίσκιο μου» είπε αφελέστατα η μηλιά.
- «Μα τον ίσκιο σου δεν τον χρειάζομαι πια, αφού νυχτώνει. Θέλω όμως, εκείνο το ζουμερό κόκκινο μήλο που έχεις εκεί πάνω» είπε η οχιά.

Η μικρή μηλιά έμεινε σιωπηλή. Δεν ήθελε να δώσει το μοναδικό της μήλο. Πως όμως θα έφτανε στον ουρανό; Αμφιταλαντευόταν στην απόφασή της, ώσπου αισθάνθηκε το μαύρο φίδι να σκαρφαλώνει στον κορμό της.
- «Τι κάνεις εκεί; Δεν αποφάσισα να σου δώσω το μήλο μου» φώναξε θυμωμένα η μικρή μηλιά.
- «Δεν χρειάζεται να μου το δώσεις. Μπορώ να το πάρω και μόνη μου» γέλασε ειρωνικά η οχιά.

Η μικρή μηλιά τρόμαξε με την αποφασιστικότητα της οχιάς και προσπάθησε να κουνήσει τα φύλλα της για να την χτυπήσει. Προσπάθησε να κουνήσει τα κλαδιά της για να τη ρίξει κάτω. Αλλά μάταια, δεν τα κατάφερνε μόνη της, χρειαζόταν τον άνεμο και δεν φαινόταν ίχνος αυτού.

Άρχισε να κλαίει, να τρέμει από το φόβο της. Έκλεισε τα μάτια της να μην βλέπει. Δεν ήθελε να δει το μαύρο φίδι να δαγκώνει και να τρώει τον ένα και μοναδικό καρπό που της είχε απομείνει. Και όσο τα σκεφτόταν αυτά έτρεμε όλο και περισσότερο γεμάτη απελπισία. Έτρεμε τόσο που δεν κατάλαβε πότε κόπηκε ο μίσχος του μήλου της και πότε έριξε και όλα τα φύλλα της.

Αισθανόταν, όμως, ακόμη δυνατότερα ρίγη να διαπερνούν τον κορμό της και άνοιξε με κόπο τα μάτια της. Μέσα στο βαθύ σκοτάδι της πλάσης αντίκρισε τη γύμνια της, την ολοκληρωτική της γύμνια. Αντίκρισε τον κορμό της γεμάτο πληγές και λύγισε. Και λύγισαν τα κλαδιά της προς τη γη. Τότε είδε όλα τα φύλλα της πεσμένα στο έδαφος, αλλά το μήλο δεν φαινόταν πουθενά.

Προς στιγμήν πίστεψε ότι το είχε φάει η μαύρη οχιά και αισθάνθηκε ένα μεγάλο βάρος στα γυμνά της κλαδιά που έγειραν κι άλλο προς τη γη. Τα θολωμένα μάτια της, όμως, είδαν την μαύρη οχιά να σέρνεται πάνω στα φύλλα, σαν να έψαχνε κάτι. Μάλλον θα έψαχνε το κόκκινο μήλο. Προσπάθησε να της φωνάξει, να την τρομάξει, αλλά δεν μπορούσε. Δεν είχε πια μιλιά. Έμεινε μόνο να παρατηρεί το φίδι και να εύχεται να μην βρει τον τελευταίο της καρπό.

Έτσι πέρασε όλη η νύχτα με την οχιά να ψάχνει και την μικρή μηλιά να την παρατηρεί σιωπηλά, ώσπου άρχισε να εμφανίζεται ξανά ο ήλιος. Ο ουρανός έγινε κόκκινος, έγινε κοκκινογάλανος, έγινε γαλανός, έγινε ασπρογάλανος και η οχιά κουράστηκε να ψάχνει. Χρειαζόταν μια σκιά για να ξαποστάσει και εδώ δεν υπήρχε πια σκιά.
Φεύγοντας φώναξε στη μηλιά:
- «Μπορεί εγώ να μην απόλαυσα ούτε μια δαγκωματιά από το μήλο σου, αλλά εσύ κακομοίρα έχασες τη μιλιά σου, και το μήλο σου και τα φύλλα σου και έγινες ένα σκιάχτρο. Και ποτέ δεν θα μπορέσεις να φτάσεις στον ουρανό».

Η μικρή μηλιά ανακουφίστηκε βλέποντας τη μαύρη οχιά να απομακρύνεται. Χαιρόταν πραγματικά που τα πεσμένα φύλλα της έκρυψαν καλά το μήλο. Χαιρόταν πραγματικά που βγήκε ο ήλιος και έδιωξε την οχιά.
Τι κι αν ήταν πια ένα σκιάχτρο, χαιρόταν πραγματικά που το μαύρο φίδι δεν κατάφερε να φάει το κόκκινο μήλο της...

Σάββατο 25 Οκτωβρίου 2008

Εν όψει γενεθλίων...

Σάββατο απόγευμα και όλοι κοιμούνται. 25 Οκτωβρίου 2008. Θα 'πρεπε να μου λέει κάτι αυτή η ημερομηνία;
Δεν νομίζω... Δεν είμαι σίγουρη...
Πολλές φορές καταβάλω προσπάθεια να θυμηθώ τι χρονιά έχουμε.
Γιατί οι αριθμοί δεν έχουν συναίσθημα, γεύση, μυρωδιά...
Είναι κάτι νεκρό που προσπαθεί να μετρήσει κάτι ζωντανό... τη ζωή... Τη ζωή;
Χαα… Μετριέται η ζωή με αριθμούς; Χωράει η ζωή μας σε αριθμούς;
Ξεχνάω πόσο χρονών είμαι και σχεδόν πάντα προσθέτω ένα χρόνο.
Ξεχνάω πόση ώρα χρειάζομαι για να φτάσω στη δουλειά μου και φτάνω πάντα καθυστερημένη.
Ξεχνάω τόσα και μου επιβάλω να θυμάμαι άλλα τόσα… που με κουράζω.
Θα ’θελα να μπορούσα να ξεχνάω… θα ‘θελα να μπορούσα να θυμάμαι… χωρίς προσπάθεια. Σαν φυσική διαδικασία.
Ας γελάσω… Τι μπορεί να είναι «φυσικό» σήμερα;
«Φυσικά τίποτα», λέει η κακομοιριά μου.
«Φυσικά όλα», λέει η παρόρμησή μου.
Δεν ξέρω… Οι αριθμοί, πάντως, δεν είναι κάτι φυσικό.
Τους ανακάλυψε ο άνθρωπος για να μετράει… ποσότητες…
«Ποσότητες» που έγιναν η ποιότητα της ζωής μας.
«Ποσότητες» που αφήσαμε να προσδιορίζουν την ύπαρξή μας.
Μια «ποσότητα» είναι και η ηλικία μας.
Σημαίνει κάτι αυτή ή όχι;
Μπορεί να σας δώσει να καταλάβετε κάτι για μένα;
Γιατί εμένα πια, δεν μου λέει «φυσικά τίποτα».
Και διαβάζω...
"Ο λόγος που επλάσθηκες άνθρωπε είναι ακριβώς αυτός: ν'αποδεικνύεις κι εσύ με τη ζωή και το έργο σου ότι τα πάντα μπορούν και πρέπει να γίνονται χωρίς κανένα λόγο.
Να συντελεστούν έτσι όπως συντελείται ολόκληρη η δημιουργία.
Μόνο που για να το καταλάβεις αυτό πρέπει να πας μακριά"
Ιδιωτική Οδός, Οδυσσέας Ελύτης.
Και σκέφτομαι αν...
το "μακριά" μπορεί να προσδιοριστεί από την ηλικία;

Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 2008

Το φως μέσα από τις γρίλιες

Κυριακή. Είμαι κουλουριασμένη στο κρεβάτι, έχω μικρύνει όσο μπορώ την ύπαρξή μου. Είμαι μεταξύ ύπνου και ξύπνιου. Και κάτι με ενοχλεί. Το φως, το φως μέσα από τις γρίλιες εισβάλει στο δωμάτιο. Ξεθωριάζει το σκοτάδι. Δεν με αφήνει να βυθιστώ στη μοναξιά μου.

Θα έχει πάει μεσημέρι. Και; Δεν έχω τίποτα να κάνω. Δεν έχω όρεξη για τίποτα. Το στομάχι μου διαφωνεί. Σέρνομαι ως την κουζίνα. Καλά θυμάμαι. Το αλκοόλ δεν νέκρωσε όλους τους νευρώνες μου –ακόμη. Πάνω στο τραπέζι χάσκει ανοιχτή μια σακούλα. Οι μπουγάτσες που αγόρασα τα ξημερώματα. Έχει απομείνει λίγο από την με τυρί και ολόκληρη σχεδόν η κρεατόπιτα. Έχει κρυώσει το λίπος από το κρέας και φαίνεται σαν τούβλο ελαττωματικό. Παρ’ αυτά, το καταβροχθίζω λαίμαργα. Πίνω και μια μπυρίτσα. Και μετά, βέβαια, χρειάζομαι το κρεβάτι μου.

Πάω, πρώτα, στο πατζούρι. Κλείνω περισσότερο τις γρίλιες. Πέφτω φαρδιά πλατιά πάνω στα ξινισμένα σεντόνια. Αρχίζω να κουλουριάζομαι ξανά. Τα μάτια μου με δυσκολία τα κρατάω κλειστά. Φταίει το φως. Με γαργαλάει, δεν με αφήνει ήσυχη.

Τελικά, δεν μπόρεσα να το εμποδίσω να μπει μέσα. Ανοίγω τα μάτια. Κοιτάζω το ταβάνι. Πάνω του δημιουργείται μια μεγάλη σκιά από την ογκώδη καινούργια μου βιβλιοθήκη, από μασίφ ξύλο. Μόλις χτες τελείωσα να τοποθετώ και να ευθυγραμμίζω πάνω της τα αρκετά πολλά βιβλία μου. Λες και τα ετοίμασα για παρέλαση.

Ξαφνικά, μια αχτίδα φωτός πυροδοτεί τη μνήμη μου. Θυμάμαι μια άλλη βιβλιοθήκη, που είχα παλιά –σαν φτερό στον άνεμο έμοιαζε. Ήθελα να μου τη βάψεις με ένα βερνίκι σκούρο για να κρύψεις τη φτήνια της. Σου είχα γκρινιάξει πολλές φορές γι’ αυτό. Και τελικά ένα μεσημέρι μου έκανες το χατίρι.

Και τότε οι αχτίδες του φωτός συνωστιζόντουσαν στις γρίλιες. Κάποιες είχαν καταφέρει να εισβάλουν μέσα, να αγγίξουν τα κοιμισμένα μας κορμιά. Νόμιζα ότι εσύ γαργάλαγες τα όνειρά μου. Αλλά ήταν το φως. Ξύπνησες από τα γελάκια μου. Γέλασες και εσύ όταν σου είπα τι νόμιζα και με αποστόμωσες με εκείνο το «αγάπη μου, δεν μπορώ να είμαι υπεύθυνος για ότι σου συμβαίνει». Και με έσφιξες στην αγκαλιά σου και παίξαμε με το φως.

Πολύ αργότερα, σε άφησα στο κρεβάτι και πήγα στο κουζινάκι να ετοιμάσω καφέ, κάτι να τσιμπήσουμε. Είχε πάει μεσημέρι. Δεν σε άκουσα που σηκώθηκες και όταν γύρισα κοντοστάθηκα, μόλις σε αντίκρισα. Στεκόσουν γυμνός στη μέση του δωματίου, λουσμένος στο φως. Είχες ανοίξει λίγο περισσότερο τις γρίλιες για να βλέπεις. Είχες βάλει εφημερίδες κάτω στο πάτωμα και από πάνω τη βιβλιοθηκούλα. Με ρώτησες αν μου άρεσε το χρώμα του βερνικιού και εγώ δεν μπορούσα να το διακρίνω. Τα μάτια μου είχαν χορτάσει από το λαμπρό φως που έπεφτε σε λωρίδες επάνω σου.

Η τελευταία σκέψη με κάνει να πεταχτώ σαν ελατήριο από το κρεβάτι. Βίαια σηκώνω το παντζούρι. Αφού δεν μπορώ να φυλακίσω έξω τη ζωή, ας γεμίσει ο χώρος άπλετο φως. Ντύνομαι να πάω μια βόλτα, να κινηθώ λιγάκι, να περπατήσουν οι σκέψεις μου, να πάρουν αέρα τα συναισθήματά μου, να ανοίξουν οι γρίλιες μου, να...
Και να φάω μια ζεστή μπουγάτσα Θεσσαλονίκης!
αφιερωμένο στις μελαγχολικές Κυριακές
και στις υπέροχες μπουγάτσες που χορταίνουν
τις μοναξιές μας...
να έχετε ένα όμορφο σαββατοκύριακο, ομορφιές μου!!!

Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2008

Ο Π και η Χ

…συνέχεια

Ο Π ψαχουλεύει λίγο στο σκοτάδι. Τα μάτια του συνηθίζουν την έλλειψη φωτός. Διακρίνει σκιές. Βλέπει κάποιες άσχημες μορφές. Πισωπατάει…
Η Χ πλησιάζει στο σπίτι. Το φως δυναμώνει. Δεν το αντέχουν τα μάτια της. Πισωπατάει…

Ο Π διστάζει για λίγο. Όσο μένει στο σκοτάδι οι μορφές γλυκαίνουν. Γίνονται πιο οικείες. Χαίρεται…
Η Χ επιμένει. Ανοίγει λίγο-λίγο τα μάτια της. Συνηθίζουν οι κόρες των ματιών της. Χαίρεται….

Ο Π μένει στο σκοτάδι συνομιλεί με τις μορφές, με τις σκιές, με τους φόβους του. Το απολαμβάνει.
Η Χ μπαίνει στο σπίτι. Το επεξεργάζεται. Κάθεται, απολαμβάνει τις ανέσεις του.

Ο Π νιώθει να του λείπει το φως του.
Η Χ νιώθει να της λείπει το σκοτάδι της.

Ο Π πάει προς το φως.
Η Χ πάει προς το σκοτάδι.

Συναντιούνται. Κοντοστέκονται.

«Αυτή είναι πολύ όμορφη» σκέφτεται ο Π για τη Χ.
«Αυτός είναι πολύ γοητευτικός» σκέφτεται η Χ για τον Π.

Μένουν να κοιτιούνται για ώρα.

«Είναι τόσο διαφορετική από εμένα… Είναι τόσο διαφορετικός από εμένα….» παρατηρούν.

Πάνε να πλησιάσουν ο ένας τον άλλο… Δειλιάζουν… Απομακρύνονται… Χωρίς να κοιτιούνται… Με τη σκέψη ο ένας στον άλλο…

Η Χ βρίσκεται μόνη της στο σκοτάδι. Αναπολεί την πορεία της προς το φως.
Ο Π βρίσκεται μόνος του στο φως. Αναπολεί την πορεία του μέσα στο σκοτάδι.

Η Χ θέλει να την ξαναζήσει. Τρέχει πίσω…
Ο Π θέλει να την ξαναζήσει. Τρέχει πίσω…

Συναντιούνται. Κοντοστέκονται. Σμίγουν. Αγκαλιάζονται. Φιλιούνται. Μιλάνε… διαφορετικές γλώσσες. Αλλά, συνεννοούνται… Κι αποφασίζουν…

Η Χαρά και ο Πόνος να ζήσουν μαζί… μια στο σκοτάδι… μια στο φως!


(αφιερωμένο σε όσους βάζουν μέσα στο σπίτι τους μόνο τον Πόνο και αφήνουν από έξω τη Χαρά,
αφιερωμένο σε όσους πιστεύουν ότι η Χαρά είναι φωτεινή και ο Πόνος σκοτεινός,
αφιερωμένο σε όσους νομίζουν ότι ο Πόνος και η Χαρά δεν
μπορούν να σμίξουν,
αφιερωμένο σε μένα … για να θυμάμαι…)

Εχτές το βράδυ διπλώθηκα στα δυο. Έγινα ένα κουβάρι. Από τον πόνο. Ήταν ένας πονοκέφαλος αβάσταχτος. Και όχι μόνο. Ήταν η θύμηση του πόνου. Του πόνου που με έφτασε κοντά –πολύ κοντά- στον θάνατο.
Και τώρα ο πόνος είναι συνυφασμένος με τον θάνατο. Λάθος. Όχι με τον θάνατο. Τον θάνατο μου δεν τον έζησα.
Τον πόνο, τον κάθε πόνο –δυστυχώς- τον έχω συνυφασμένο με την ανημποριά, με την ταλαιπώρια…
Και το πρωί ξύπνησα χωρίς πόνο. Αλλά μουδιασμένη από τον πόνο. Και μπήκα στο blog μιας αγαπημένης μου φίλης και διάβασα
«τώρα επαίτης μιας άλλης ζωής, της στιγμής λιποτάκτης»…
Και θύμωσα… με εκείνη… με εμένα…
Και βγήκα έξω στον ήλιο να περπατήσω…
Και όσο περπατούσα, μαλάκωνα…
Το ένιωθα… μαλάκωνε το πρόσωπό μου… χαμογελούσα.
Γύρισα σπίτι και συνέχισα την ιστορία του Π και της Χ.
Και τους έκανα Πόνο και Χαρά…
Γιατί θυμήθηκα ότι:

Ο πόνος μου με μαθαίνει να εκτιμώ τη χαρά μου.
Η χαρά μου με μαθαίνει
να σέβομαι τον πόνο μου.
Αυτά τα δύο σμίγουν, μπερδεύονται…
Με μαθαίνουν να Ζ Ω
την κάθε στιγμή της Ζ Ω Η Σ μου!
Στο Τ Ω Ρ Α μου!

Καλό σαββατοκύριακο, ομορφιές μου!