Πρωί, χαλαρό ξύπνημα. Η Σόνια και ο Τόνι βγαίνουν
αγκαλιασμένοι στο δρόμο.
Περπατάνε για λίγα μέτρα αργά. Έξω από το μετρό χωρίζονται
με ένα φιλί.
Μετά από 20 λεπτά η Σόνια είναι στο γραφείο. Καλημέρες,
πολλές καλημέρες. Ένα τσάι στο χέρι
και συνάντηση στην αίθουσα συσκέψεων.
Συζήτηση, ιδέες, διαφωνίες, χαμόγελα, γκριμάτσες, αποδοκιμασίες.
Ένα σνάκ στις 1.00 για λίγη αποφόρτιση.
Επιστροφή στο γραφείο και δουλειά μέχρι τις 5.30.
Το project της θέλει
λίγες βελτιώσεις ακόμη. Τις αφήνει για αύριο.
Κλείνει τους φακέλους της, αποχαιρετά τους λίγους,
που έχουν μείνει ακόμη και φεύγει.
Σε 10 λεπτά
μέσα από το πάρκο η Σόνια είναι στης γιαγιάς της.
80 χρονών και την βρίσκει να απλώνει την μπουγάδα
με λίγη βοήθεια από τον παππού, 81 χρονών,
που κάθεται σε μια καρέκλα και της δίνει τα μανταλάκια.
Τους βοηθά να τελειώσουν λίγο γρηγορότερα.
Μπαίνουν μέσα, η γιαγιά φτιάχνει καφεδάκια, τα πίνουν,
μιλάνε για λίγο.
Καθώς η Σόνια βάζει το μπουφάν της για να φύγει,
η γιαγιά τής υπενθυμίζει ότι πρέπει
να περάσει για λίγο από τον σύμβουλο υγείας τους,
για να του δώσει το ετήσιο επίδομά του,
επειδή και φέτος δεν αρρώστησαν.
Τα τελευταία χρόνια έχει αναλάβει αυτή τη διεκπεραίωση
για χάρη της γιαγιάς και του παππού.
Μόνο πέρυσι δεν τον πλήρωσε, που ο παππούς κρυολόγησε
και χρειάστηκε για λίγες μέρες να κάνει μια αγωγή
που βέβαια πλήρωσε ο σύμβουλος υγείας τους.
Δεν έχει ακόμη
νυχτώσει και η Σόνια περνάει από της Μαρίας.
Βρίσκει εκεί και την Μπέτυ, τον Λουκά και την Μάρα.
Κουβεντούλα, πως ήταν
η μέρα του ενός, πως ήταν του άλλου.
Πεινούν, μαγειρεύουν μια ομελέτα λίγο αλμυρή.
Αλάτι και πολύ τυρί.
Την τρώνε και έρχεται και ο Τόνι
με ένα ταψί γαλακτομπούρεκο ζεστό. Πάνω που χρειαζόντουσαν
κάτι λίγο γλυκό.
Συζητάνε για ένα ταξιδάκι το σαββατοκύριακο. Για λίγη απόδραση.
Να παίρνανε το τρένο, το πλοίο ή το αεροπλάνο
και όπου τους έβγαζε.
Έξω,
στο δρόμο ξανά, η Σόνια και ο Τόνι.
Η πόλη να βρυχάται ήρεμα και λίγο νυσταγμένα.
Περπατάνε κατά μήκος του ποταμού. Πολύς ο κόσμος, αν και
κάνει λίγο κρύο.
Μερικά παιδιά κυνηγιούνται. Μαζί τους και μερικοί μεγάλοι.
Κάποιος παίρνει τον σκούφο της Σόνιας. Αυτή τρέχει
και τον φθάνει. Εκείνος γυρίζει απότομα, την κοιτάζει,
διστάζει για λίγο
και της δίνει πίσω τον σκούφο της.
Έρχεται και ο Τόνι, την παίρνει από το γυμνό της χέρι
και περνάνε
στην απέναντι όχθη. Πάνω από την παλιά γέφυρα.
Εκεί είναι λίγο πιο ήσυχα. Κάθονται
σε ένα παγκάκι,
χαζεύουν το φεγγάρι,
τις αντανακλάσεις του στο νερό. Μαγεύονται. Βουβοί για λίγο.
Λίγο περπάτημα
ακόμη και πίσω στο σπίτι τους.
Πέφτουν στο κρεβάτι, αγκαλιάζονται,
ενώνονται τρυφερά για λίγο…δυνατά για λίγο…
τρυφερά για λίγο…
Γέρνουν στο πλάι και αποκοιμιούνται
για λίγο...
μέχρι να ξαναξυπνήσουν
για λίγη ζωή ακόμα.