To σπίτι του Ανδρέα ήταν έξω από το χωριό. Ψηλά σε ένα λόφο και στα πόδια του απλώνονταν χιλιάδες λιόδεντρα. Ένα πράσινο χαλί που μετά από κανά χιλιόμετρο γινόταν μπλε, ο λακωνικός κόλπος.

Από μακριά έμοιαζε με παλιό μανιάτικο πύργο, από κοντά όμως γινόταν εμφανές ότι επρόκειτο για κακέκτυπο αντίγραφό του.
Το είχε φτιάξει ο Ανδρέας σε δύο δόσεις, με πολύ προσωπική εργασία και αρκετές κακοτεχνίες. Το εσωτερικό του ήταν ακόμη υπό κατασκευή, μια μέρα όμως, σκέφτηκε ότι ήθελε άλλο ένα δωμάτιο και άρχισε να το χτίζει μερικά μέτρα μακριά από την κουζίνα, μεμωνομένο.
-Αυτό θα είναι το ησυχαστήριό μου,
είπε στη Φωτούλα, το καινούργιο του αμόρε, όταν την πήγε να της δείξει με περηφάνια τον «πύργο» του ένα απόγευμα του Μάη.
-Κι εσύ, καμαράκι μου, με τα παιδιά θα έχετε τον «πύργο».
Η Φωτούλα, αρχικά, νόμισε ότι αστειευόταν. Μετά από ένα μήνα που της το επανέλαβε, κατάλαβε ότι μίλαγε σοβαρά. Δεν της είχε ξανατύχει να κάνει κάποιος σχέδια μαζί της για παιδιά και οικογένεια. Γλυκάθηκε. Άρχισε και αυτή να ονειρεύεται το μέλλον τους, να χτίζει κάστρα στην άμμο. Να απαρνηθεί για πάντα την Αθήνα, τους φίλους της, τους δικούς της και να ζήσει σε αυτή την απόκοσμη γωνιά του νότου. Αφού εδώ είχε βρεθεί, ας έκανε εδώ τη ζωή της, ως η κυρά του «πύργου».
Ο Ανδρέας ήταν αγρότης. Μάζευε τις ελιές του –και αλλωνών ελιές- από Δεκέμβρη μέχρι Φλεβάρη. Και ζούσε με αυτά τα λεφτά τον υπόλοιπο χρόνο. Έκανε κι άλλες δουλειές του ποδαριού και είχε καταφέρει να μπει στο ταμείο ανεργίας τον τελευταίο μήνα. Η Φωτούλα νοίκιαζε ένα σπίτι μέσα στο Γύθειο και δούλευε στην επιχείρηση ύδρευσης του δήμου, παίρνοντας ένα μικρό, αλλά σταθερό μισθό.
--------------
Μια μέρα στα μέσα του Ιούλη εκεί που έκαναν μπάνιο στη θάλασσα και αλληλοπειράζονταν μέσα στο νερό ο Ανδρέας είπε στην Φωτούλα:
- Γιατί δεν αφήνεις το σπίτι σου, να έρθεις να μείνεις στο δικό μου και να μου δίνεις εμένα τα 300 ευρώ που δίνεις για ενοίκιο;
Η Φωτούλα έκανε μια βουτιά, να δροσιστεί, γιατί ένιωσε τον ήλιο να την χτυπάει στο κεφάλι. Όταν ανέβηκε στην επιφάνεια άκουσε τον Ανδρέα να συνεχίζει:
- Με τα 300 ευρώ που θα μου δίνεις και τα 300 που παίρνω από το ταμείο ανεργίας, θα έχω 600 ευρώ εγώ και μαζί με τα υπόλοιπα 500 τα δικά σου μας κάνουν 1100. Αν μειώσουμε και το φαγητό έξω, με 1100 ευρώ το μήνα θα περνάμε και οι δυο μας μια χαρά, μέχρι τον Γενάρη που θα ξαναπάρω λεφτά από τις ελιές.
Η Φωτούλα έβαλε πάλι το κεφάλι της μέσα στο νερό και ένιωσε ανακούφιση καθώς βυθιζόταν.
------------------
Στα τέλη Αυγούστου έφυγαν και οι τελευταίοι τουρίστες, ο καιρός άρχισε να χαλά. Ο «πύργος» δεν είχε φτιαχτεί. Ο Ανδρέας πίεζε τη Φωτούλα να αφήσει το σπίτι της. Αυτή αρνιόταν, όσο ο «πύργος» δεν είχε θέρμανση. Ο Ανδρέας ήθελε το ενοίκιο της Φωτούλας για να βάλει τη θέρμανση.
Η Φωτούλα για δεύτερο συνεχόμενο σαββατοκύριακο θα πήγαινε στην Αθήνα, στους δικούς της. Την Πέμπτη το βράδυ έφτιαχνε το μικρό σακίδιό της, ενώ ο Ανδρέας την κοίταζε με την άκρη των ματιών του, καθώς έβλεπε ειδήσεις στη διαπασών. Κάποια στιγμή έκλεισε απότομα την τηλεόραση και της είπε:
- Θα πας πάλι εκεί για να χαριεντιστείς;
Η Φωτούλα κοκάλωσε. Η γλώσσα του Ανδρέα μπαινόβγαινε κόκκινη διχαλωτή στο στόμα του.
- Σας ξέρω εσάς τις κρυφοπουτάνες, τις Αθηναίες.
Ήταν οι τελευταίες λέξεις του Ανδρέα που άκουσε η Φωτούλα. Κούρνιασε στην ακρούλα της στο διπλό κρεβάτι. Τα μάτια της έκλεισαν, έβρεξαν σιωπηλό πόνο και είδαν τον κακέκτυπο μανιάτικο πύργο του Ανδρέα
Ήταν οι τελευταίες λέξεις του Ανδρέα που άκουσε η Φωτούλα. Κούρνιασε στην ακρούλα της στο διπλό κρεβάτι. Τα μάτια της έκλεισαν, έβρεξαν σιωπηλό πόνο και είδαν τον κακέκτυπο μανιάτικο πύργο του Ανδρέα
να πέφτει και
να γκρεμίζει τα κάστρα της στην άμμο.