
Τα όνειρα κατοικούν στο φως των ματιών.
Ντύνονται σε ροζ τούλια για να ζεσταθούν.
Ταξιδεύουν με χάρτινα καραβάκια στη βροχή
και σκίζονται, αλλά δεν τους νοιάζει...
Είναι σκανδαλιάρικα
και αφελή.
Κολλάνε τσίχλες
στην καρέκλα της δασκάλας.
Τρώνε παγωτό καρπούζι τον χειμώνα.
Κάθε όνειρο έχει ένα γονιό
και πολλούς κηδεμόνες.
Μπερδεύεται,
αλλά χαμογελά.
Τα όνειρα, τα τυχερά ζουν τρεις φορές.
Μια στο μυαλό.
Μια στην καρδιά.
Και μια παίρνουν σάρκα και οστά.
Υπάρχουν και αυτά που πεθαίνουν στη γέννα,
τα πρόωρα, τα άτυχα.
Μόνο ο γονιός που έχει καταφέρει να μεγαλώσει
ένα όνειρο
ξέρει τη δύναμή του,
τη δύναμη της ζωής.
Ένα κοριτσάκι, η Νέλλυ, όταν ήταν 10 χρονών γέννησε ένα όνειρο -χωρίς να το πολυκαταλάβει, είναι η αλήθεια- για να αντέξει τις κοροϊδίες των συμμαθητών της ότι έχει στραβά πόδια. Ένα βράδυ, που ήταν πολύ στεναχωρημένη, ονειρεύτηκε ότι είχε μακριά όμορφα πόδια και όλοι τη θαύμαζαν για αυτά. Το όνειρο αυτό το έβλεπε κάθε βράδυ και την ημέρα το κράταγε στην καρδιά της. Σιγά σιγά έπαψε και να δίνει σημασία στα σχόλια των άλλων παιδιών και αυτά βαρέθηκαν και σταμάτησαν.
Η Νέλλυ στα 17 της ήθελε να γίνει γιατρός, οι συμμαθητές της όμως πάλι την κορόιδευαν, γιατί δεν ήταν καλή μαθήτρια. Ένα απόγευμα, καθισμένη σε ένα παγκάκι, σκεφτόταν τι άλλη δουλειά ήθελε να κάνει και δεν έβρισκε καμία. Τότε έκατσε δίπλα της ένα αγόρι που της είπε ότι έχει πολύ ωραία μακριά πόδια και η Νέλλυ θυμήθηκε το παιδικό της όνειρο. Τον επόμενο καιρό, έβλεπε κάθε βράδυ ότι είναι γιατρός και κάθε μέρα διάβαζε, όσο δεν είχε ξαναδιαβάσει στην ζωή της. Κάπου κάπου άκουγε να λένε «εσύ δεν μπορείς να γίνεις γιατρός», αλλά ήξερε ότι δεν απευθύνονταν σε αυτήν.
Η Νέλλυ στα 25 της έγινε γιατρός και αυτή τη δεύτερη φορά ένιωσε γονιός ονείρων.
Τα όνειρα ζωγραφίζουν διαδρομές.